Wednesday, December 31, 2008

"Αν"

Ο Φίλιππος τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Η οικογένεια του ήταν υπό διάλυση και ο ίδιος προσπαθούσε να φτιάξει τη ζωή του μεσα σε ένα σωρό οικονομικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Εκείνη τη μέρα δεν ήταν ιδιαίτερα καλόκεφος, δεν είχε τίποτε να κάνει το βράδυ από βαριεστημάρα ή μια υφέρπουσα μελαγχολία. Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που δεν είχε να περιμένει πολλά πέρα από ένα επεισόδιο μιας όχι τόσο καλής σειράς στην τηλεόραση το βράδυ και το ξαναζεσταμένο χθεσινό φαγητό, αλλά τουλάχιστον είχε μόλις πληρωθεί τα εξακόσια ευρώ που έπαιρνε το μήνα για τις υπηρεσίες του που σίγουρα άξιζαν πολύ περισσότερα.

Καθώς περπατούσε μόνος προς το μετρό απορροφιμένος από τις σκέψεις του, πλήρως απομονομένος καθώς άκουγε μουσική ένιωσε ένα δυνατό σκούντιγμα στον ώμο του. Σταμάτησε ξαφνιασμένος και είδε έναν μάλλον νέο άντρα να τον προσπερνάει τρέχοντας και τον έλουσε κρύος ιδρώτας ενώ παράλληλα έλεγξε αν το τσαντάκι του βρισκόταν ακόμη στον ώμο του. Το κυνήγι δεν κράτησε πολύ, δεν κατάφερε να πιάσει τον θρασύτατο νέο (τρεις να είναι οι ώρες του) αφού μέχρι να καταλάβει τι είχε συμβεί υπήρχε ήδη αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Λαχανιασμένος, απηυδισμένος, οργισμένος ο Φίλιππος σταμάτησε μέσα στη μέση του δρόμου και καθώς έβριζε προσπαθούσε να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει. Δεν είχε πλέον λεφτά, κινητό, ταυτότητα, τίποτε άρα η μία επιλογή που είχε ήταν να περπατήσει μέχρι το σπίτι του (μόλις 50 λεπτά δρόμος) η άλλη να πάει στο κοντινότερο περίπτερο και να χιλιοπαρακαλέσει τον κάτοχο να τον αφήσει να πάρει ένα τηλέφωνο κάποιον φίλο του για να ζητήσει βοήθεια, εξηγώντας του τι του έχει συμβεί.  Στη σκέψη του παρακαλητού και ολόκληρης της διαδικασίας αποφάσισε ότι δεν αξίζει τον κόπο κι άρχισε να περπατάει προς το σπίτι του.

Αν είχε αποφασίσει να πάει στο περίπτερο, θα συναντούσε εκεί μια κοπέλα που θα αγόραζε εκείνη τη στιγμή τσιγάρα και η οποία θα άκουγε την ιστορία που θα έλεγε στον περιπτερά. Θα του προσέφερε το κινητό της για να πάρει το τηλέφωνο που χρειαζόταν αλλά τότε ο Φίλιππος θα συνειδητοποιούσε ότι δεν θυμάται απ'έξω τηλέφωνα φίλων του και οι δικοί του έλειπαν από το σπίτι. Θα το έλεγε στην κοπέλα γελώντας κι εκείνη θα του προσέφερε ένα ευρώ για να πάρει εισητήριο για το μετρό. Καθώς θα την ευχαριστούσε και θα το έβαζε στην τσέπη του θα ανακάλυπτε ότι μέσα σε αυτήν έχουν ξεμείνει (και πλυθεί) τριάντα ευρώ από τον περσινό χειμώνα που δεν είχε οικονομικές δυσκολίες. Θα τα έβγαζε από την τσέπη του για να δει τι είναι και΄ στη θέα των χαρτονομισμάτων θα γελούσε μαζί με την κοπέλα. Θα μάθαινε ότι την λένε Ιφιγένεια και θα της έλεγε ότι η γνωριμία τους είναι παράδοξη αλλά όμορφη κατά έναν περίεργο τρόπο και μέσα στην γενικότερη αίσθηση ότι δεν έχει τίποτε να χάσει θα της έλεγε να πάνε μαζί για ένα ποτό εκείνη την ώρα αν δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει και μιας και είχε αρκετά λεφτά για να την κεράσει. Καθώς θα περπατούσαν θα συναντούσαν έναν λαχειοπώλη και θα αποφάσιζαν ότι μέσα στην ατυχία του ήταν αρκετά τυχερός ώστε να ρισκάρει τα τελευταία του λεφτά σε ένα λαχείο το οποίο αν κέρδιζε θα μοιράζονταν, όπως θα μοιράζονταν και την αξία του. Το λαχείο θα έφερνε πολλά λεφτά στον Φίλιππο και η Ιφιγένεια θα ξυπνούσε μέσα του πρωτόγνωρα συναισθήματα.

Άλλα διάλεξε να περπατήσει μόνος του.

Wednesday, December 24, 2008

Ε.Μ.Υ.

Μια μέρα θα σταματήσω να καπνίζω και να νοσταλγώ, θα αρχίσω να μελετώ εις βάθος τα μυστικά της τέχνης μου, που ποτέ δεν θα πιστέψω πως κατέχω και δεν θα με νοιάζουν τόσο τα μικρά, καθημερινά πράγματα ή οι μεγάλοι, αδιέξοδοι έρωτες και οι αλήθειες που κρύβονται πίσω από αυτούς. Όταν θα ξημερώνει εκείνη η μέρα θα ανεμήσουν οι κουρτίνες του δωματίου μου με το πρωινό αεράκι, καθώς θα ανοίγω τα μάτια μου θα αφουγκραστώ τα ξυπνήματα των πουλιών και σου υπόσχομαι πως θα χαμογελάσω. Εκείνη την ημέρα θα σκεφτώ πως έκανα ό,τι μπορούσα, όπως ο καθένας μας, και πως εύχομαι να σου βγει σε καλό. Ξέρω από τώρα πως θα είναι μέρα ηλιόλουστη με αρκετές υποχρεώσεις, θα έχω κοιμηθεί ελάχιστα, όπως πάντα, αλλά δεν θα έχω πολύ άγχος. Μια μέρα θα πάψω να προσπαθώ διπλά, τριπλά για όσους δεν μπορούν, τετραπλά για όσους δεν με αφήνουν και ίσως τότε επιτέλους οι προσπάθειες να αποδώσουν καρπούς. Κάποτε πρέπει να σ'αφήσω να με αφήσεις, αφού έτσι ευχήθηκες μέσα στην ταραχή.

Wednesday, December 17, 2008

Αυτή

Αυτή είναι, που εξιδανίκευσες κάποτε, που ήταν απρόσιτη, παγερή αλλά σου ασκούσε μια γοητεία ανεξήγητη, ίσως ξυπνούσε μέσα σου κάποιες πρωτόγονες μνήμες βγαλμένες από το καζάνι του συλλογικού ασυνείδητου που αρνιόσουν και αρνείσαι ακόμη και για πάντα. Αυτή είναι, νομίζω, που αργότερα πλησίασες και δεν ήταν τόσο απρόσιτη, το δίχως άλλο ήταν λιγότερο παγερή και είχατε πολλά να πείτε για τις εμπειρίες σας, τις σχέσεις σας, τις ατυχίες σας και καταλάβαινε, καταλάβαινες, θαρρώ πως ήταν επικοινωνία βαθιά. Ήταν όμορφα τότε όλα αυτά, η έλλειψη προσπάθειας, η παρουσία ενός μάρτυρα της ύπαρξης σου που τον ένοιαζε να σε ακούσει να μιλάς για το αγαπημένο σου φαγητό, την προβληματική σου συμπεριφορά και τις ασυνείδητες διεργασίες σου, ενίοτε και για τις ιδιοτροπίες σου στο σεξ. Ναί, σίγουρα αυτή είναι που περπατάει στο δρόμο, που ήταν μοναδική μέσα στην ατέλεια της γιατί πάνω απ'όλα σε εντυπωσίασε το μυαλό της και εφάρμοσες σε αυτήν όλες τις τεχνικές που είχες μάθει για να πλησιάζεις τις γυναίκες - γιατί το αέναο κυνήγι του θηλυκού από το αρσενικό δεν χωράει μοναδικοτητα, μόνο μια βαθύτερη πίστη ότι ο κόσμος ετσι λειτουργεί από αρχαιοτάτων χρόνων και έτσι θα λειτουργεί. Και οι τεχνικές πέτυχαν, βρέθηκε για λίγο στην αγκαλιά σου χωρίς να σκεφτεί ότι τότε ακριβώς έπαυε να είναι μοναδική, αλλα υπήρχε κάτι εξαιρετικά γνώριμο και ζεστό στην αγκαλιά αυτή, θαρρώ πως λέγεται ανάγκη. Δεν βλέπω καλά, άλλα έχω την εντύπωση ότι είναι αυτή, που βρέθηκε στο κρεβάτι σου -μοναδική ακόμη- και σαν να σου φάνηκε για μια στιγμή πως ήταν ακριβώς όπως όλες οι άλλες γυναίκες, σίγουρα ήταν σαν πολλές γυναίκες, όταν απολάμβανε, όταν νύσταζε κι όταν σε κοιτούσε στο ημίφως και η μοναδικότητα άρχισε να φθίνει σιγά σιγά. Ειναι αυτή, που την τρόμαξε η ιδέα του αναπάντεχου, όπως κάθε φυσιολογικό άνθρωπο, και τώρα πια σίγουρα δεν είχε τίποτε το απρόσιτο, σου ανήκε, την κατέκτησες και ήταν τελικά όπως όλες οι άλλες γυναίκες, έτοιμη για πρίγκιπες, γεμάτη ανασφάλειες, ανέτοιμη για βάρη, ανίκανη να σε κατανοήσει, ζηλιάρα και κτητική σε όσα δεν μπορούσες να αντεπεξέλθεις. Σκέψου όμως πόσο όμορφα τα είχε συγκαλύψει όλα αυτά, στη δήθεν μοναδικότητα της και τον δήθεν απρόσιτο αλλά βαθύ ψυχισμό της. Ναι, αυτή ήταν που μόλις πέρασε από μπροστά σου χωρίς να αντιληφθεί ότι είσαι εκεί και την είδες να περπατά αργά χαζεύοντας τις βιτρίνες των μαγαζιών, αυτή ήταν αλλά δεν αξίζε να διακόψεις την κενή ασχολία της, γιατί δεν αξίζει πια να της μιλάς.

Tuesday, December 16, 2008

Μνήμη

Θυμάμαι μικρά πράγματα

σαν χιόνι που σκεπάζει τα καμμένα,

δέκα αριθμούς, πέντε σημεία επαφής, δύο λέξεις, ένα βλέμμα,

το χτυπημα του αγκώνα στην κάσα της πόρτας,

το γέλιο της μέθης.

Ξεχνώ κάποιες αλήθειες,

ένα πρόσωπο, πέντε προβλήματα, οκτώ λυγμους και ορισμένες διαφορές

που γράφουν την απόσταση του εχθές από το σήμερα.

Δεν έχουμε μάρτυρες, ξέχασα, ήταν όνειρο.

Ξυπνησα.

Κάνε πως δεν έγινε ποτέ.

Sunday, December 14, 2008

Η Πόλις...

Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι του Ευθύμιου Γουργούρη. Δεν θα προσθέσω σε αυτές κανένα σχόλιο μιας και εδώ ισχυεί ότι μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Αντ'αυτού παραθέτω ένα link με εξαιρετικές, κατ'εμέ, αναλύσεις:

http://g700.blogspot.com/















































































































Saturday, December 6, 2008

Δαρβίνος

darwin2

Κάποτε αποδώσαμε, μεταξύ αστεϊσμών, την έλλειψη συντρόφου, συντροφιάς, συντροφικότητας στην εξελικτική πορεία του ανθρώπου κατά το Δαρβίνο, καθώς η κορυφή έχει μοναξιά και μεγάλους στοχασμούς. Η αλήθεια είναι, ότι απλώς είμαστε ανίκανοι να σχετιστουμε, εγωιστές, αλλαζόνες, ψυχικά ανάπηροι. Η ιδέα του Δαρβίνου όμως, χαϊδεψε τρυφερά τα αυτιά μας και διόγκωσε τη φούσκα του εγώ μας ετσι ώστε να γίνουμε πιο αλλαζόνες, πιο εγωιστές, πιο ανάπηροι.

Βοήθεια!

the scream

Είναι κάτι άνθρωποι που τα βγάζουν πέρα στα δύσκολα,

είναι και κάτι ανθρωπάκια που πέφτουν με μια πνοή αγέρα.

Δεν υπάρχει κάλεσμα, δεν υπάρχει βοήθεια.

Δούρειος Ίππος

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

-Γ. Σεφέρης

Ψάχνω έναν λόγο ποιητικό για να αποδώσω ευθύνες, ώστε να ηχούν σαν ερωτόλογα, σαν βαριές ανάσες που μια νύχτα ενός Αυγούστου χάιδεψαν το διάφραγμά σου. Θέλω να έχουν μια αίσθηση λησμονιάς σαν το άρωμα που μυρίζεις τυχαία στο δρόμο μετά από χρόνια και ξυπνάει στο νου σου μια αμυδρή, απροσδιόριστη εικόνα. Η αλήθεια είναι πως δεν ειν'ώρα για κατηγόριες, ειν'ώρα να αποσυρθούμε ο καθένας στο δικό του ασφαλές καταφύγιο, το στολισμένο με δικαιολογίες και ρεαλισμό -ίσως και λίγη ματαιότητα- και να περιποιηθούμε τις πληγές μας,  καμωμένες από κόπο και ελπίδα, με κάθε λογής φάρμακα ή φαρμάκια, μα πάνω απ'όλα με υποθέσεις μιας πιθανής πραγματικότητας που σίγουρα έτσι θα 'ταν όπως την φαντάστηκες για να πείσεις εμένα, τον εαυτό σου.

Δεν μετανιώνω που αγαλίασα στην ιδέα, μοναχά με στοιχειώνει η μορφή που είδα στις πύλες του κάστρου, που πέρασε την τάφρο χωρίς φόβο. Σαν να μου φάνηκε πως είχε κάτι δεσποτικό μέσα στα ψεγάδια της, πως άκουσε τους ψίθυρους της μοναξιάς, πως κατανόησε τον σιωπηλό λυγμό μέσα στις κουβέντες της φυγής, εντούτοις φάνηκε σύντομα πως η φαντασία είναι ορκισμένος σύμμαχος της ανάγκης, δένει περίτεχνα τα μάτια κάθε στερημένης οραμάτων ψυχής. Δεν ήταν άλλη εκείν' η μορφή, από το επανδρωμένο ξύλινο άλογο, που θα 'λεγε κάποιος αφελής ότι είν'ακίνδυνο μέσα στη ζοφερή ομορφιά του.

Δεν μετανιώνω για το καλωσόρισμα, μα σαν να μου φαίνεται πως ήξερα, πως ξέραμε, πως σου είπα τι θα γινόταν, αλλ'αψηφήσαμε τους οιωνούς και να που μπερδέψαμε τους μύθους του Δούρειου Ίππου και της Πανδώρας και αγαπήσαμε το μεγαλύτερο απ'όλα τα κακά - την ελπίδα. Να που πολεμάω δαίμονες με ονόματα άγια, Έρωτας, Φιλία, Συντροφιά και ερωτεύομαι αγίους με άλλα, πιο δαιμονικά, Αδράνεια, Μοναξιά, γιατί ειναι καλό ν'αγαπάς αυτό που σ'εξυψώνει, αλλά ειν'ανάγκη να λατρεύεις ό,τι σε ρίχνει από ψηλά.

Δεν είν'ώρα για κατηγόριες, μη με φοβάσαι. Τους Δούρειους Ίππους να φοβάσαι, αυτούς που εσύ βάζεις μέσα σου - μα λάτρεψέ τους παρά ταύτα κι ίσως μια μέρα λυτρωθείς.

Friday, December 5, 2008

Εγκλωβισμός

Άναψε ένα τσιγάρο, έπιασε πρόχειρα τα μαλλιά της κότσο κι έστησε ένα μαξιλάρι στον καναπέ. Το κοίταξε και γέλασε σαρκαστικά.

"Αυτή τη φορά δεν μου ξεφεύγεις" σκέφτηκε, άφησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, έκανε γροθιά το χέρι της,  κι άρχισε να το χτυπά.

Ένα χτύπημα για κάθε δάκρυ που δεν ήρθε, κάθε απογοήτευση, καθε άνθρωπο και θεό και το ενδιάμεσο, μα δυο-τρεις παραπάνω για κάθε πεσμένο άγγελο, κάθε όνειρο που ναυάγησε, κάθε στίχο που διέγραψε. Για τις αμφιβολλίες, τον πόνο, την αδράνεια, την πίστη, την απιστία, το κρίμα, ναι, το κρίμα, τον εγκλωβισμό, τα δεμένα χέρια, τα δεμένα μάτια, τη φύμωση, τις ελπίδες, την απελπισία, την ανάγκη, την κούραση, την αποτελμάτωση, τις ξοδεμένες δυνάμεις, τα ανήμπορα "θέλω", τα ικανά "δεν μπορώ", τους πονεμένους ανθρώπους, τις απατημένες συζύγους, τη στέρηση, την απομόνωση, την έλλειψη. Κλοτσιές για κάθε ξάγρυπνο βράδυ, για κάθε εμπόδιο, για κάθε χιλιόμετρο, για όλες τις χαμένες ώρες, τα υπέροχα βράδια, τη λήθη, για κάθεναν που τελικά έμεινε πίσω πηγαίνοντας μπροστά, για κάθε πισωπάτημα και κάθε κραυγή βοήθειας που δεν εισακούστηκε και ξανά για τον εγκλωβισμό, ξανά για την απογοήτευση και τα χρωστούμενα, ξανά για τις χαμένες φιλίες, ξανά για τις αμφιβολλίες, την αδικία, τις σκέψεις, τις σκέψεις, τα αισθήματα. Και πάλι για την αδικία, πολλά χτυπήματα για την αδικία, γιατί δεν ήταν η δικιά της τύχη που τη βάραινε αλλά των άλλων, όλα ήταν μιά συνάρτηση των άλλων, δανεικές στιγμές, δανεική ευτυχία, δανεική χαρά. Ψώνιζε πολλά χρόνια από τις εκπτώσεις. "Γεγονότα, γαλήνη, έρωτας", οι τρεις λέξεις της ζωής της, ο κόμπος στο στέρνο της, η αχαριστία της. Τίποτε δεν ήταν τόσο αβάσταχτο όσο της φαινόταν, αλλά όλα ήταν ακατανόητα μέσα στην έλλειψη υλικής έλλειψης, το δίχως άλλο λυπηρά.

Καθώς συνέχισε να χτυπάει με μανία το μαξιλάρι και να κλοτσάει τον καναπέ με όλη της τη δύναμη φάνηκαν επιτέλους τα πρώτα δάκρυα, κύλησαν αργά στα μάγουλά της, έσταξαν στην μπλούζα της.  Περίμενε καιρό αυτά τα δάκρυα, έναν ατελείωτο μήνα, κάθε βράδυ ξάπλωνε γεμάτη προσμονή για τη γιατρειά που θα έλυνε τον περίφημο κόμπο που την εμπόδιζε να αναπνεύσει, να γελάσει, να φάει, να πίει και τελικά να ζήσει. Τα δάκρυα έφεραν κι άλλα δάκρυα, αλμυρές σταγόνες που ξεχύνονταν από τις κόχες των ματιών της, στα χέρια της, στα ρούχα της, στο πάτωμα.

Κάθησε κατάχαμα μπροστά στον καναπέ, έσφιξε το μαξιλάρι στην αγκαλιά της με όση δύναμη της είχε απομείνει.

"Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Σε μισώ γιατι..." -παύση.

"Αδικία."

Sunday, November 30, 2008

Καλησπέρα

Καλησπέρα, μοναχέ.

Ναι, σ'εσένα μιλάω που μπορεί να είσαι αγνός και αγαθός και ν'αγαπάς με τόλμη κι αυτοθυσία, μπορεί και ψεύτης, υποκριτής ή δειλός, ποιος ξέρει; Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα απλή, από τα βάθη της ψυχής μου και ίσως ένα αντίο. Ήρθα να στρώσω μπροστά σου σκέψεις σαν κόκκινο χαλί, μα συγχώρα με, είμαι δειλή κι εγώ, με πιάνουν κρίσεις πανικού σαν βρεθώ σε εδάφη ανεξερεύνητα -είχες δίκιο- είμαι δειλή και ξεχνώ τι είναι δικό μου, τι μη δικό μου, μα πάνω απ'όλα ξεχνώ την τέχνη μου, το σώμα μου, το παρόν μου.

Βάρυνε η καλησπέρα σου, μοναχέ, σηκώνεις πολλά βάρη. Σαν να βλέπω μπροστά μου τους ώμους σου πεσμένους, τα παιδικά σου μάτια σκοτεινιασμένα μα δεν ξέρω πια αν είναι φαντασία δικια μου, διαίσθηση ή αλήθεια και σκίζομαι στα δυο. Βάρυνε η καλησπέρα σου και δεν μπορώ πια να είμαι ειλικρινής όταν με ρωτάς τι κάνω, μα ουτε και τα ψέμματα αντέχω. Είναι δύσκολος ο ρόλος όταν σκιάζομαι, δύσκολος κι όταν γίνομαι γενναία. Θυμάμαι σαν εχθές την τελευταία φορά που σ'είδα κι αναρωτιέμαι αν δώσαμε σημασία στις υποσχέσεις και τα "θα" που ξεστομίζαμε, αν ήταν στο χέρι μας, κι εύχομαι μια μέρα να τα θυμόμαστε και να γελάμε, μαζί ή χώρια. Φοβάμαι μοναχέ, μηπως σ'είδα μ'άλλα μάτια τότε -μην είναι η δειλία μου που μιλάει πάλι; Συγχώρα με και πάλι, δεν ξέρω τι να πιστέψω, βλέπεις εγώ δεν είδα τα ράσα σου, δεν σε άκουσα μήτε σε είδα μήτε χειρόγραφο έλαβα, μόνο κακά μαντάτα, και με τσακίζει η αμφιβολία μα κι η πίστη μου είναι αδύναμη. Φοράω την άγνοια μου κάθε μέρα, μέχρι να βρεθώ σε γνώριμα εδάφη μα και τότε -και πάντα- δεν θα ξέρω. Βλέπεις, τα γεγονότα είναι εκεί, μα για τις σκέψεις δεν υπάρχει τεκμήριο, για τα αισθήματα δεν υπάρχει άλλοθι. Να ξέρεις μοναχέ, είχα μεγάλα λόγια να σου πω, είχα μεγάλες πράξεις για εσένα μα δεν θα σ'εκτιμήσω για όσα δεν είπες. Θα τα πνίξω όλα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Ξέρω, δεν το 'κανες επίτηδες, αλλά δεν έγινε και κατα λάθος. Ήταν οι συγκυρίες δύσκολες, τις λογαριάζω. Σε λογαριάζω, όταν περάσει η ταραχή όμως, λογάριασέ με κι εσύ. Συγχώρα με, μα δεν μπορώ να κλάψω, δεν μπορώ να γελάσω, δεν μπορώ να περιμένω, δεν μπορώ να προχωρήσω. Κι αν νομίζεις οτι είσαι μοναχός, δεν είσαι τόσο, αν πάλι δεν το νομίζεις, κρίμα. Συγχωρα με, μα δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ και τι να προσευχηθώ, παρά να γίνουν όλα έτσι όπως πρέπει, όχι όπως θέλω. Μήπως άλλα έπρεπε να γίνουν και τ'αγνοήσαμε; Είμαι δειλή αλλά δυνατή, στο λέω, είμαι υπεύθυνη για όσα είπα κι όσα έταξα, μα κανενός ευθύνη επιλαχούσα. Ξέρω καλά πως ίσως πέρασα κάτι μικρό, περαστικό για ένα σταθμό μεγάλο κι ίσως αψήφησα εμπόδια ανυπέρβλητα. Ξέρω, ίσως ήμουν και τότε μόνη. Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα, να σου πω δυο λόγια ειλικρινά, μη νιώθεις βάρος - αν ήταν έτσι γραφτό θα ξεγραφτεί ή, όπως παλιά, θα ξαναγίνει.

Thursday, November 20, 2008

The Before & The After

Thursday, November 13, 2008

Η Ένατη ώρα.

Το σκοτάδι δεν έρχεται μόνο του όπως τότε.
Τοτε που τα λουλούδια άνθιζαν με κλειστά μάτια,
τότε που οι ώρες ήταν ποτάμι,
που η μουσική ήταν απλή και η ψυχή ήταν μία.
Τότε η σκοτεινιά είχε φεγγάρι.
Έρχεται με λέξεις ανείπωτες,
οκτώ ωρών θύμισες
και τείχη που μοιράζουν την ψυχή που τόσα πέρασε –ή νόμιζε,
πριν γίνει δυο όψεις, δυο ψυχές
που τραγουδούν η καθεμιά άλλο σκοπό κι άλλη ζωή
όταν οι ώρες παγιδεύονται σε άλλες ώρες.
Έρχεται με αγγίγματα παλιά και μυστικά,
ανομολόγητη οργή ή αγάπη
και μια ελπίδα ότι η μοίρα είναι –και είναι εδώ για εμάς.

Το σκοτάδι δεν έρχεται μόνο του όπως τότε.
Φέρνει ψίθυρους, ηχώ, πεσμένα αστέρια -μοναχά για μια ευχή:
Να είσαι εκεί.
Πέρα απ’τις ώρες και τις θύμισες, κρυμμένος στο σκοτάδι,
όπως σε φύλαξαν αυτές σε μια ανάγκη
για έναν βίο ανώτερο, μια ευτυχία μεγαλύτερη, ένα συναίσθημα βαθύτερο
από αυτά που άνοιξαν τα φτερά, έστρεψαν ψηλά τα μάτια,
αλλά ρίζωσαν τα πέλματα στη γη.
Να είσαι εκεί.
Γιατι πλησιάζει, αποφασισμένη, η έννατη ώρα,
να γδύσει τον σιδηρούν εαυτό, από τη δύναμη
που θεωρούσαμε αστείρευτη.
Για να ελευθερωθούν,
να σμίξουν οι ψυχές και η ηχώς να πάψει –
Να είσαι εκεί.
Ώστε να μην είναι οκτώ ώρες άδειες
για ενός λεπτού ανάγκη.

Friday, November 7, 2008

Σκιάχτρα

Θαρρείς πως βγήκε ο ήλιος, μα δεν είν’άλλο από μια εσφαλμένη εντύπωση
Καθώς περπατάς κατω από κιτρινισμένα φύλλα και ουρανούς συννεφιασμένους
-όχι οργισμένους.
Ανάμεσα σε δυο στιγμές προσμονής δεν ήρθε ούτε καταιγίδα ούτε ήλιος,
δυο τρεις ψιχάλες που κύλησαν κουρασμένες στο μέτωπο, στα μάγουλα
Κι ούτε ανάσα, μόνο ησυχία
Και σκιάχτρα του παρελθόντος γεμισμένα με ανάγκη και ελπίδες
-όχι χαρές
Να είναι εκεί να σου θυμίζουν, να σε σκιάζουν με σφάλματα,
Λάθη που έκανες έντιμα, σωστά, ευλαβικά.
Γιατί είναι τέτοια η ειρωνία σε ένα λάθος που έγινε σωστα
Που σε αλλάζει μια ζωή, σπηλώνει χρόνια κι αποφάσεις κι όνειρα.
Μη βουρκώνεις, δεν είσαι εσύ η κατάρα - τα σκιάχτρα φταίνε
Και οι άδειες ζωές, οι άδειοι άνθρωποι, οι άδειοι τάφοι.

Wednesday, October 1, 2008

Θλίψη

Η θλίψη κρύβεται στα πιο μικρά, καθημερινά πράγματα, στις μικρές συνήθειες που έχουν κοπεί ή δεν υπήρξαν, στην απουσία και σε όσα δεν ζήσαμε, στα ανεκπλήρωτα και όσα αδράξαμε μα πέρασαν και χάθηκαν και στις ευχές να ήταν, να ήταν, να είναι, να ξανάρθουν. Συνάμα κρύβεται σε ένα ποίημα, στα κλειστά μάτια ενός μουσικού, στις ελάσσωνες κλίμακες, στη στιγμή που πλησιάζει ο Μορφέας και για λίγο, λίγο μόνο, παρελαύνουν μπροστά μας μυρωδιές, αγγίγματα, γεύσεις. Μα καλύτερη απ'όλες τις κρυψώνες είναι το δάκρυ που κουρνιάζει στο κάτω βλέφαρο αλλά από πείσμα, δύναμη ή ελπίδα (όχι συναίσθημα;) δεν λέει να τρέξει για να μην τελειώσουν όλα. Καθώς η θλίψη δημιουργεί, καλεί τις μούσες, γεννά ποιήματα και μουσική και εικόνες αναρωτιέμαι ποιός θεός, πόση θλίψη γέννησε τον κόσμο ετούτο.

Tuesday, September 2, 2008

Τι κάνεις ρε;

Ξυπνάς το πρωί και η πρώτη σου σκέψη είναι εκείνη η καταπληκτική νυχτα, στη σκέψη της χαμογελάς αυθόρμητα, καθώς προσπαθείς να επαναφέρεις κάθε μικρή της λεπτομέρεια για να δημιουργήσεις την ψευδαίσθηση ότι δεν έχει περάσει ακόμη, ίσως από φόβο ότι μπορεί μια μέρα να την ξεχάσεις. Κι ύστερα η λογική αρχίζει και μπλέκεται με το συναίσθημα κι αναρωτιέσαι αν είναι δυνατόν, αν είναι αλήθεια, αν είναι χαρά ή λύπη αυτό που νιώθεις, αν είναι πόνος ή έρωτας ή θύελλα ή γαλήνη, μα δεν μπορείς να καταλήξεις και απλά βάζεις λίγο καφέ.

Καθώς συνεχίζεις τη μέρα σου, το ίδιο πράγμα στριφογυρίζει στο μυαλό σου, το απροσδιόριστο συναίσθημα, οι συγκεχυμένες σκέψεις, νιώθεις τα πάντα και τίποτε ταυτόχρονα καθώς η λογική σου σε απορρίπτει και η ψυχή σου προχωράει ακάθεκτη. Το ρίσκο, οι ελάχιστες πιθανότητες, οι πιθανές προδοσίες, η μιά νύχτα, οι χιλιάδες λέξεις, τα μπερδεμένα χρώματα, η αλλοίωση όσων σου έχουν συμβεί και θα σου συμβούν, η σιγουριά πως η χαρά δεν είναι χαρά μα μια επιφάνεια και η καινούργια πεποίθηση πως ο γλυκός πόνος τελικά υπάρχει, σε περιμένουν σε κάθε γωνία, σε κάθε στροφή και είναι στο πίσω μέρος του μυαλού σου σε κάθε κίνηση σου και κουβέντα σου.

Κι έρχεται η νύχτα, γυρνάς στο σπίτι με μια λαχτάρα για ησυχία και όνειρα και καθώς κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, χαμογελάς και μονολογείς "Τι κάνεις ρε;"