Άναψε ένα τσιγάρο, έπιασε πρόχειρα τα μαλλιά της κότσο κι έστησε ένα μαξιλάρι στον καναπέ. Το κοίταξε και γέλασε σαρκαστικά.
"Αυτή τη φορά δεν μου ξεφεύγεις" σκέφτηκε, άφησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο, έκανε γροθιά το χέρι της, κι άρχισε να το χτυπά.
Ένα χτύπημα για κάθε δάκρυ που δεν ήρθε, κάθε απογοήτευση, καθε άνθρωπο και θεό και το ενδιάμεσο, μα δυο-τρεις παραπάνω για κάθε πεσμένο άγγελο, κάθε όνειρο που ναυάγησε, κάθε στίχο που διέγραψε. Για τις αμφιβολλίες, τον πόνο, την αδράνεια, την πίστη, την απιστία, το κρίμα, ναι, το κρίμα, τον εγκλωβισμό, τα δεμένα χέρια, τα δεμένα μάτια, τη φύμωση, τις ελπίδες, την απελπισία, την ανάγκη, την κούραση, την αποτελμάτωση, τις ξοδεμένες δυνάμεις, τα ανήμπορα "θέλω", τα ικανά "δεν μπορώ", τους πονεμένους ανθρώπους, τις απατημένες συζύγους, τη στέρηση, την απομόνωση, την έλλειψη. Κλοτσιές για κάθε ξάγρυπνο βράδυ, για κάθε εμπόδιο, για κάθε χιλιόμετρο, για όλες τις χαμένες ώρες, τα υπέροχα βράδια, τη λήθη, για κάθεναν που τελικά έμεινε πίσω πηγαίνοντας μπροστά, για κάθε πισωπάτημα και κάθε κραυγή βοήθειας που δεν εισακούστηκε και ξανά για τον εγκλωβισμό, ξανά για την απογοήτευση και τα χρωστούμενα, ξανά για τις χαμένες φιλίες, ξανά για τις αμφιβολλίες, την αδικία, τις σκέψεις, τις σκέψεις, τα αισθήματα. Και πάλι για την αδικία, πολλά χτυπήματα για την αδικία, γιατί δεν ήταν η δικιά της τύχη που τη βάραινε αλλά των άλλων, όλα ήταν μιά συνάρτηση των άλλων, δανεικές στιγμές, δανεική ευτυχία, δανεική χαρά. Ψώνιζε πολλά χρόνια από τις εκπτώσεις. "Γεγονότα, γαλήνη, έρωτας", οι τρεις λέξεις της ζωής της, ο κόμπος στο στέρνο της, η αχαριστία της. Τίποτε δεν ήταν τόσο αβάσταχτο όσο της φαινόταν, αλλά όλα ήταν ακατανόητα μέσα στην έλλειψη υλικής έλλειψης, το δίχως άλλο λυπηρά.
Καθώς συνέχισε να χτυπάει με μανία το μαξιλάρι και να κλοτσάει τον καναπέ με όλη της τη δύναμη φάνηκαν επιτέλους τα πρώτα δάκρυα, κύλησαν αργά στα μάγουλά της, έσταξαν στην μπλούζα της. Περίμενε καιρό αυτά τα δάκρυα, έναν ατελείωτο μήνα, κάθε βράδυ ξάπλωνε γεμάτη προσμονή για τη γιατρειά που θα έλυνε τον περίφημο κόμπο που την εμπόδιζε να αναπνεύσει, να γελάσει, να φάει, να πίει και τελικά να ζήσει. Τα δάκρυα έφεραν κι άλλα δάκρυα, αλμυρές σταγόνες που ξεχύνονταν από τις κόχες των ματιών της, στα χέρια της, στα ρούχα της, στο πάτωμα.
Κάθησε κατάχαμα μπροστά στον καναπέ, έσφιξε το μαξιλάρι στην αγκαλιά της με όση δύναμη της είχε απομείνει.
"Σε μισώ, σε μισώ, σε μισώ. Σε μισώ γιατι..." -παύση.
"Αδικία."
0 comments:
Post a Comment