Sunday, November 30, 2008

Καλησπέρα

Καλησπέρα, μοναχέ.

Ναι, σ'εσένα μιλάω που μπορεί να είσαι αγνός και αγαθός και ν'αγαπάς με τόλμη κι αυτοθυσία, μπορεί και ψεύτης, υποκριτής ή δειλός, ποιος ξέρει; Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα απλή, από τα βάθη της ψυχής μου και ίσως ένα αντίο. Ήρθα να στρώσω μπροστά σου σκέψεις σαν κόκκινο χαλί, μα συγχώρα με, είμαι δειλή κι εγώ, με πιάνουν κρίσεις πανικού σαν βρεθώ σε εδάφη ανεξερεύνητα -είχες δίκιο- είμαι δειλή και ξεχνώ τι είναι δικό μου, τι μη δικό μου, μα πάνω απ'όλα ξεχνώ την τέχνη μου, το σώμα μου, το παρόν μου.

Βάρυνε η καλησπέρα σου, μοναχέ, σηκώνεις πολλά βάρη. Σαν να βλέπω μπροστά μου τους ώμους σου πεσμένους, τα παιδικά σου μάτια σκοτεινιασμένα μα δεν ξέρω πια αν είναι φαντασία δικια μου, διαίσθηση ή αλήθεια και σκίζομαι στα δυο. Βάρυνε η καλησπέρα σου και δεν μπορώ πια να είμαι ειλικρινής όταν με ρωτάς τι κάνω, μα ουτε και τα ψέμματα αντέχω. Είναι δύσκολος ο ρόλος όταν σκιάζομαι, δύσκολος κι όταν γίνομαι γενναία. Θυμάμαι σαν εχθές την τελευταία φορά που σ'είδα κι αναρωτιέμαι αν δώσαμε σημασία στις υποσχέσεις και τα "θα" που ξεστομίζαμε, αν ήταν στο χέρι μας, κι εύχομαι μια μέρα να τα θυμόμαστε και να γελάμε, μαζί ή χώρια. Φοβάμαι μοναχέ, μηπως σ'είδα μ'άλλα μάτια τότε -μην είναι η δειλία μου που μιλάει πάλι; Συγχώρα με και πάλι, δεν ξέρω τι να πιστέψω, βλέπεις εγώ δεν είδα τα ράσα σου, δεν σε άκουσα μήτε σε είδα μήτε χειρόγραφο έλαβα, μόνο κακά μαντάτα, και με τσακίζει η αμφιβολία μα κι η πίστη μου είναι αδύναμη. Φοράω την άγνοια μου κάθε μέρα, μέχρι να βρεθώ σε γνώριμα εδάφη μα και τότε -και πάντα- δεν θα ξέρω. Βλέπεις, τα γεγονότα είναι εκεί, μα για τις σκέψεις δεν υπάρχει τεκμήριο, για τα αισθήματα δεν υπάρχει άλλοθι. Να ξέρεις μοναχέ, είχα μεγάλα λόγια να σου πω, είχα μεγάλες πράξεις για εσένα μα δεν θα σ'εκτιμήσω για όσα δεν είπες. Θα τα πνίξω όλα, μέχρι αποδείξεως του εναντίου.

Ξέρω, δεν το 'κανες επίτηδες, αλλά δεν έγινε και κατα λάθος. Ήταν οι συγκυρίες δύσκολες, τις λογαριάζω. Σε λογαριάζω, όταν περάσει η ταραχή όμως, λογάριασέ με κι εσύ. Συγχώρα με, μα δεν μπορώ να κλάψω, δεν μπορώ να γελάσω, δεν μπορώ να περιμένω, δεν μπορώ να προχωρήσω. Κι αν νομίζεις οτι είσαι μοναχός, δεν είσαι τόσο, αν πάλι δεν το νομίζεις, κρίμα. Συγχωρα με, μα δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ και τι να προσευχηθώ, παρά να γίνουν όλα έτσι όπως πρέπει, όχι όπως θέλω. Μήπως άλλα έπρεπε να γίνουν και τ'αγνοήσαμε; Είμαι δειλή αλλά δυνατή, στο λέω, είμαι υπεύθυνη για όσα είπα κι όσα έταξα, μα κανενός ευθύνη επιλαχούσα. Ξέρω καλά πως ίσως πέρασα κάτι μικρό, περαστικό για ένα σταθμό μεγάλο κι ίσως αψήφησα εμπόδια ανυπέρβλητα. Ξέρω, ίσως ήμουν και τότε μόνη. Ήρθα να σου πω μια καλησπέρα, να σου πω δυο λόγια ειλικρινά, μη νιώθεις βάρος - αν ήταν έτσι γραφτό θα ξεγραφτεί ή, όπως παλιά, θα ξαναγίνει.

Thursday, November 20, 2008

The Before & The After

Thursday, November 13, 2008

Η Ένατη ώρα.

Το σκοτάδι δεν έρχεται μόνο του όπως τότε.
Τοτε που τα λουλούδια άνθιζαν με κλειστά μάτια,
τότε που οι ώρες ήταν ποτάμι,
που η μουσική ήταν απλή και η ψυχή ήταν μία.
Τότε η σκοτεινιά είχε φεγγάρι.
Έρχεται με λέξεις ανείπωτες,
οκτώ ωρών θύμισες
και τείχη που μοιράζουν την ψυχή που τόσα πέρασε –ή νόμιζε,
πριν γίνει δυο όψεις, δυο ψυχές
που τραγουδούν η καθεμιά άλλο σκοπό κι άλλη ζωή
όταν οι ώρες παγιδεύονται σε άλλες ώρες.
Έρχεται με αγγίγματα παλιά και μυστικά,
ανομολόγητη οργή ή αγάπη
και μια ελπίδα ότι η μοίρα είναι –και είναι εδώ για εμάς.

Το σκοτάδι δεν έρχεται μόνο του όπως τότε.
Φέρνει ψίθυρους, ηχώ, πεσμένα αστέρια -μοναχά για μια ευχή:
Να είσαι εκεί.
Πέρα απ’τις ώρες και τις θύμισες, κρυμμένος στο σκοτάδι,
όπως σε φύλαξαν αυτές σε μια ανάγκη
για έναν βίο ανώτερο, μια ευτυχία μεγαλύτερη, ένα συναίσθημα βαθύτερο
από αυτά που άνοιξαν τα φτερά, έστρεψαν ψηλά τα μάτια,
αλλά ρίζωσαν τα πέλματα στη γη.
Να είσαι εκεί.
Γιατι πλησιάζει, αποφασισμένη, η έννατη ώρα,
να γδύσει τον σιδηρούν εαυτό, από τη δύναμη
που θεωρούσαμε αστείρευτη.
Για να ελευθερωθούν,
να σμίξουν οι ψυχές και η ηχώς να πάψει –
Να είσαι εκεί.
Ώστε να μην είναι οκτώ ώρες άδειες
για ενός λεπτού ανάγκη.

Friday, November 7, 2008

Σκιάχτρα

Θαρρείς πως βγήκε ο ήλιος, μα δεν είν’άλλο από μια εσφαλμένη εντύπωση
Καθώς περπατάς κατω από κιτρινισμένα φύλλα και ουρανούς συννεφιασμένους
-όχι οργισμένους.
Ανάμεσα σε δυο στιγμές προσμονής δεν ήρθε ούτε καταιγίδα ούτε ήλιος,
δυο τρεις ψιχάλες που κύλησαν κουρασμένες στο μέτωπο, στα μάγουλα
Κι ούτε ανάσα, μόνο ησυχία
Και σκιάχτρα του παρελθόντος γεμισμένα με ανάγκη και ελπίδες
-όχι χαρές
Να είναι εκεί να σου θυμίζουν, να σε σκιάζουν με σφάλματα,
Λάθη που έκανες έντιμα, σωστά, ευλαβικά.
Γιατί είναι τέτοια η ειρωνία σε ένα λάθος που έγινε σωστα
Που σε αλλάζει μια ζωή, σπηλώνει χρόνια κι αποφάσεις κι όνειρα.
Μη βουρκώνεις, δεν είσαι εσύ η κατάρα - τα σκιάχτρα φταίνε
Και οι άδειες ζωές, οι άδειοι άνθρωποι, οι άδειοι τάφοι.