Ο Φίλιππος τα έβγαζε δύσκολα πέρα. Η οικογένεια του ήταν υπό διάλυση και ο ίδιος προσπαθούσε να φτιάξει τη ζωή του μεσα σε ένα σωρό οικονομικές και συναισθηματικές δυσκολίες. Εκείνη τη μέρα δεν ήταν ιδιαίτερα καλόκεφος, δεν είχε τίποτε να κάνει το βράδυ από βαριεστημάρα ή μια υφέρπουσα μελαγχολία. Ήταν μια από εκείνες τις ημέρες που δεν είχε να περιμένει πολλά πέρα από ένα επεισόδιο μιας όχι τόσο καλής σειράς στην τηλεόραση το βράδυ και το ξαναζεσταμένο χθεσινό φαγητό, αλλά τουλάχιστον είχε μόλις πληρωθεί τα εξακόσια ευρώ που έπαιρνε το μήνα για τις υπηρεσίες του που σίγουρα άξιζαν πολύ περισσότερα.
Καθώς περπατούσε μόνος προς το μετρό απορροφιμένος από τις σκέψεις του, πλήρως απομονομένος καθώς άκουγε μουσική ένιωσε ένα δυνατό σκούντιγμα στον ώμο του. Σταμάτησε ξαφνιασμένος και είδε έναν μάλλον νέο άντρα να τον προσπερνάει τρέχοντας και τον έλουσε κρύος ιδρώτας ενώ παράλληλα έλεγξε αν το τσαντάκι του βρισκόταν ακόμη στον ώμο του. Το κυνήγι δεν κράτησε πολύ, δεν κατάφερε να πιάσει τον θρασύτατο νέο (τρεις να είναι οι ώρες του) αφού μέχρι να καταλάβει τι είχε συμβεί υπήρχε ήδη αρκετή απόσταση μεταξύ τους. Λαχανιασμένος, απηυδισμένος, οργισμένος ο Φίλιππος σταμάτησε μέσα στη μέση του δρόμου και καθώς έβριζε προσπαθούσε να σκεφτεί τι πρέπει να κάνει. Δεν είχε πλέον λεφτά, κινητό, ταυτότητα, τίποτε άρα η μία επιλογή που είχε ήταν να περπατήσει μέχρι το σπίτι του (μόλις 50 λεπτά δρόμος) η άλλη να πάει στο κοντινότερο περίπτερο και να χιλιοπαρακαλέσει τον κάτοχο να τον αφήσει να πάρει ένα τηλέφωνο κάποιον φίλο του για να ζητήσει βοήθεια, εξηγώντας του τι του έχει συμβεί. Στη σκέψη του παρακαλητού και ολόκληρης της διαδικασίας αποφάσισε ότι δεν αξίζει τον κόπο κι άρχισε να περπατάει προς το σπίτι του.
Αν είχε αποφασίσει να πάει στο περίπτερο, θα συναντούσε εκεί μια κοπέλα που θα αγόραζε εκείνη τη στιγμή τσιγάρα και η οποία θα άκουγε την ιστορία που θα έλεγε στον περιπτερά. Θα του προσέφερε το κινητό της για να πάρει το τηλέφωνο που χρειαζόταν αλλά τότε ο Φίλιππος θα συνειδητοποιούσε ότι δεν θυμάται απ'έξω τηλέφωνα φίλων του και οι δικοί του έλειπαν από το σπίτι. Θα το έλεγε στην κοπέλα γελώντας κι εκείνη θα του προσέφερε ένα ευρώ για να πάρει εισητήριο για το μετρό. Καθώς θα την ευχαριστούσε και θα το έβαζε στην τσέπη του θα ανακάλυπτε ότι μέσα σε αυτήν έχουν ξεμείνει (και πλυθεί) τριάντα ευρώ από τον περσινό χειμώνα που δεν είχε οικονομικές δυσκολίες. Θα τα έβγαζε από την τσέπη του για να δει τι είναι και΄ στη θέα των χαρτονομισμάτων θα γελούσε μαζί με την κοπέλα. Θα μάθαινε ότι την λένε Ιφιγένεια και θα της έλεγε ότι η γνωριμία τους είναι παράδοξη αλλά όμορφη κατά έναν περίεργο τρόπο και μέσα στην γενικότερη αίσθηση ότι δεν έχει τίποτε να χάσει θα της έλεγε να πάνε μαζί για ένα ποτό εκείνη την ώρα αν δεν είχε τίποτε καλύτερο να κάνει και μιας και είχε αρκετά λεφτά για να την κεράσει. Καθώς θα περπατούσαν θα συναντούσαν έναν λαχειοπώλη και θα αποφάσιζαν ότι μέσα στην ατυχία του ήταν αρκετά τυχερός ώστε να ρισκάρει τα τελευταία του λεφτά σε ένα λαχείο το οποίο αν κέρδιζε θα μοιράζονταν, όπως θα μοιράζονταν και την αξία του. Το λαχείο θα έφερνε πολλά λεφτά στον Φίλιππο και η Ιφιγένεια θα ξυπνούσε μέσα του πρωτόγνωρα συναισθήματα.
Άλλα διάλεξε να περπατήσει μόνος του.