Moved to another District.
Sunday, September 19, 2010
Saturday, August 7, 2010
A Drink
I’ll drink tonight for one last time,
to the shameless mistakes
and the whores and their price
to the violins and the trumpets
that bear no longer sounds
and the timelessness ruling
words of pain and of loss
and to all those goodbyes
that were proper and just
and yet felt more like a silence
imposed by a ruthless companion
that we need call our fate
but is, in truth, just ourself
who keeps splitting our souls
into halves and in pieces
and proceeds to hide them
beneath masks that seem fearless
and complete, brave and whole
or wise, pure and the like,
but upon fixed stares they reveal
cracks and flaws, stories untold
of dreams lost, dreams acquired
and dreams forced to forget
in tomorrows that approach
sooner than we ever expected
and a past that glows brilliantly
behind us, shunning the future
and immerses every effort
in a lake called despair
until a new, yet doomed, cycle
turns our heads to directions
previously seen, but dismissed
and for a moment, perhaps longer
we may hope for a change
of existence and of mind
but above all we may hope
to forget how much
we miss it all.
Friday, August 6, 2010
No Stars
Missiles in their holes
And citizens in their homes
And missiles in their holes...
This highway needs rain
Across both of its lanes
Until all that remains
Is this heart and its flames
And the rumble of trains
'Neath of a handful of stars
The brightest night I ever saw
Across an empty parking lot
No stars...
Thursday, August 5, 2010
Τιμής Ένεκεν
Το γραφείο είναι επιτέλους καθαρό, το πάτωμα γυαλίζει, όλα τα ρούχα είναι στη θέση τους -ορισμένα στο καλάθι με τα άπλυτα και τα υπόλοιπα διπλωμένα προσεκτικά, βολεμένα στην ντουλάπα. Το ποτήρι είναι γεμάτο με πάγο και αλκοόλ, μελαγχολική μουσική, όλα είναι όπως πρέπει για να θυμηθούμε ένα παραμύθι, να το τιμήσουμε αλλά να μην το κυνηγήσουμε ποτέ πια.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Συναντήθηκαν σε μια παιδική χαρά γεμάτη ενήλικες που προσπαθούσαν να είναι παιδιά ή γεμάτη παιδιά που προσπαθούσαν να είναι ενήλικες - ίσως και τα παιδιά της ιστορίας μας να ανήκαν σε μία απο τις δύο κατηγορίες, μαζί με όλους τους υπόλοιπους.
Το κορίτσι ήθελε να μάθει να είναι ενήλικας, ήθελε να φέρεται σαν όλους αυτούς που δέχονται τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να χτυπάει πεισματικά το πόδι στο πάτωμα όταν δεν γινόταν το δικό της. Ήθελε επίσης να μάθει να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της όταν περπατάει μόνη της, να μάθει να φροντίζει τον εαυτό της και να μην χρειάζεται να της σερβίρει κανείς φαγητό, να μην είναι αναγκαίο να την κοιτάει κάποιος με έναν τρόπο που να της λέει “σε νοιάζομαι, σε προσέχω, αν πέσεις θα σε πιάσω κι αν πληγωθείς θα περιποιηθώ τις πληγές σου”. Ήθελε και να σταματήσει να πιστεύει σε παραμύθια, στη μαγεία, στους ιππότες, σε όσα είχε αρχίσει να βλέπει ότι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Δεν έπρεπε πια να ζωγραφίζει, να ακούσει μουσική ή να γράφει όπως γράφουν τα παιδιά, με κάποια αφέλεια και εναν αστείο ρομαντισμό. Έπρεπε να μάθει να ζει σε έναν κόσμο που δεν της άρεσε.
Το αγόρι ήθελε να παραμείνει παιδί, δεν ήθελε να μάθει να φέρεται σαν όλους αυτούς που δέχονται τα πράγματα όπως έρχονται, ήθελε να χτυπάει πεισματικά το πόδι του στο πάτωμα όταν δεν γινόταν το δικό του. Ήθελε επίσης να γελάει όπως γελούν τα παιδιά, για τους ίδιους λόγους, με τα ίδια αστεία που σε όλους τους άλλους φαίνονται ντεμοντέ και βλέποντας μπροστά του έναν δρόμο ατελείωτης ωρίμανσης και εκλογίκευσης, σκεφτόταν ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να παρεκκλίνει από αυτόν για λίγο ή λίγο παραπάνω, ακόμη και να μην τον ακολουθήσει μέχρι τέλους.
Τα δυο παιδιά κάποτε συναντήθηκαν σε αυτή την τεράστια παιδική χαρά. Λίγο πριν τη συνάντηση αυτή είχαν δει και τα δυο ταυτόχρονα περίεργα όνειρα, τα οποία με κάποιον τρόπο προοικονομούσαν το μικρό αυτό παραμύθι πριν καν ξεκινήσει, έδιναν δε και μια μικρή ιδέα για το τέλος του. Το κορίτσι είχε δει έναν κόσμο γεμάτο μάσκες και πολύχρωμα, παραμυθένια σπίτια που δεν είχαν πόρτες και έναν μυστηριώδη ξένο που την εκβίαζε για να της πει τι σημαίνουν όλα αυτά που έβλεπε γύρω της, ενώ το αγόρι είχε δει ανθρώπους να μη γελούν με τα αστεία του με μοναδική εξαίρεση ένα άγνωστο κορίτσι. Τη στιγμή της συνάντησης όλα έμοιαζαν τυχαία, στην πραγματικότητα όμως και οι δύο είχαν κοιτάξει ολόγυρά τους και αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον, κατάλαβαν ότι γελούσαν και έκλαιγαν με τον ίδιο τρόπο. Στην πραγματικότητα δεν πήγαιναν να συναντήσουν ο ένας τον άλλο, αλλά γύριζαν σε κάτι οικείο, σε μια παιδικότητα που ήθελαν ή έπρεπε να αποτινάξουν.
Το κορίτσι θυμήθηκε ότι ζωγράφιζε, ότι έγραφε, ότι μπορούσε και να τραγουδάει και έσπευσε να δείξει όλες τις δημιουργίες του στο αγόρι που δεν ήθελε να μεγαλώσει και το αγόρι με τη σειρά του βρήκε μια όμορφη γωνιά να απολαύσει όλα όσα ήξερε ότι πρέπει να αφήσει πίσω του. Ύστερα έβγαλε κι αυτός τις δικές του μουσικές, τις ζωγραφιές του, τα παιδικά του λόγια για να τα μοιραστεί μαζί της και έτσι δημιούργησαν μεταξύ τους έναν κόσμο φανταστικό, αποτελούμενο από γραπτά και εικόνες και χρώματα μα κυρίως μουσική, πάντα η μουσική θα ήταν το ζητούμενο. Πρόκειται για την μουσική που έχουν μέσα τους όλοι οι άνθρωποι και την ξεχνούν ή επιμένουν να παραμένουν σε μια βαρετή ησυχία για να μην θυμούνται όλα όσα θα μπορούσαν να είναι. Ύστερα μίλησαν για την φαντασία τους, για τις απορίες τους και για τους εαυτούς τους, γι’αυτο που ήθελε να γίνει ο καθένας και για τον κόσμο γύρω τους που έμοιαζε ξένος καθώς απαρτιζόταν από ενήλικες και έκλαψαν και γέλασαν. Το αγόρι άρχισε να τραγουδά και προσπαθούσε να πείσει το κορίτσι να τραγουδήσει μαζί του ενώ το κορίτσι έκανε δώρο στο αγόρι μερικές κάρτες και τότε ο μικρός έφτιαξε όμορφες ιστορίες που μιλούσαν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Της διηγήθηκε την ιστορία ενός ερημίτη που περιμένει να ανεβάσει έναν νεαρό στο μονοπάτι του και μιας γυναίκας με την οποία στο παρελθόν ήταν εραστές και ενός τροβαδούρου με χαλασμένη σάλπιγγα και παράξενο καπέλο που τραγουδάει την ιστορία αυτή. Της είπε και για έναν μικρό γελωτοποιό που είχε μια μάνα δίκαιη, δυνατή και τυφλή και έγραφε στον ουρανό αλήθειες κρυμμένες σε αστεία με μοναδικούς μάρτυρες δυο ρομπότ που είχαν ψυχή και για το θλιβερό τέλος του γελωτοποιού που αποφάσισε να κάνει ένα κόλπο αλλά έμπλεξε στα σκοινιά με τα οποία κρεμιόταν ανάποδα για να διασκεδάσει το κοινό του. Τέλικά της είπε και την ιστορία δυο εραστών που ήταν ημίθεοι και τους κυνηγούσε ένας αυτοκράτορας με το σκήπτρο του και τις μεγάλες του λέξεις, οι εραστές όμως κατάφεραν να του ξεφύγουν και να μεταμορφωθούν σε δυο πλανήτες που βρίσκονται σε τροχιά ο ένας γύρω από τον άλλο, με τον ήλιο να τους φωτίζει αλλά να μην ανήκουν σε αυτόν. Πίσω απ’όλες αυτές τις ιστορίες βρισκόταν, είπε, μια θεά που καθόταν γυμνή μέσα σε μια λίμνη, κρατούσε δυο κανάτια νερό και καθώς τα γέμιζε και τα άδειαζε δημιουργούσε αυτές τις ιστορίες. Από αυτήν ξεκινούσαν όλα και σε αυτήν τελείωναν.
Αυτοί οι δυο έπαιζαν κάθε μέρα για δυο βδομάδες και το παιχνίδι τους ήταν όμορφο. Υπήρχαν στιγμές που το αγόρι θυμόταν ότι όδευε προς την ενηλικίωση και το κορίτσι άθελα του, του θύμιζε ότι ήθελε να είναι παιδί, υπήρχαν άλλες στιγμές που το κορίτσι θυμόταν πως ήθελε να μεγαλώσει και το αγόρι της υπενθύμιζε πως είναι, παρ’όλα αυτά, ακόμη παιδί. Κάποτε όμως, παρασύρθηκαν και οι δύο από την ιδέα της ενηλικίωσης, θέλησαν να κάνουν πράγματα που κάνουν οι μεγάλοι. Έπαιξαν λίγο μεταξύ τους με την ιδέα να πιουν αλκοολούχα ποτά μαζί, να κάνουν έρωτα όπως είχαν μάθει ότι γίνεται, να συζητήσουν με τον τρόπο που συζητούν οι γύρω τους και να αγγίξουν ο ένας τον άλλο με έναν τρόπο που θα ομολογούσε κάτι παραπάνω. Τότε το αγόρι κατάλαβε ότι όσο και να προσπαθούσε να καθυστερήσει την ενηλικίωση κάποτε θα ερχόταν και το κορίτσι αντίστοιχα θυμήθηκε και πάλι ότι πρέπει να μεγαλώσει για να μην μείνει μόνο του στην παιδική χαρά. Ο νεαρός χάρισε στη μικρή ένα ποίημα που είχε ονομάσει “Ξανά” και η μικρή διάβασε:
Υπάρχει ανάγκη για το “ξανά”
και είναι σε αντίθεση με τους νόμους
που υπακούμε κι ασπαζόμαστε
γι’αυτό ήρθα
-για το “ξανά”
γι’αυτό μιλάμε
-για το “ξανά”
γι’αυτό δεν ήρθα όμως
-για το “ξανά”
γι’αυτό μέχρι σήμερα
και ποτέ ξανά
-για το “ξανά”
αυτά τα πράγματα
είτε τα καταλαβαίνουμε
και τα κρατάμε για εμάς
είτε τα θρυμματίζουμε.
Το παραμύθι λέει ότι τα παιδιά δεν ξανασυναντήθηκαν έκτοτε. Ο νεαρός μεγάλωσε αλλά κράτησε σε μια μυστική γωνιά του μυαλού του την ιστορία αυτή μαζί με τις μουσικές που του έμαθε το κορίτσι και η μικρή, τιμής ένεκεν, αποφάσισε πως θα μεγάλωνε χωρίς να ξεχασει τις τέχνες που αγαπούσε όταν ήταν παιδί. ‘Ετσι, όποτε ο κόσμος των ενηλίκων γινόταν δυσάρεστος, υπερβόλικός και γεμάτος προσποίηση και μοναξιά κατέφευγαν στις τέχνες και για λίγες στιγμές ξαναγίνονταν παιδιά. Και ήταν το δώρο που έκαναν ο ένας στον άλλο, χωρίς να το ξέρουν, το πιο ανιδιοτελές και το πιο όμορφο.
Sunday, July 25, 2010
Bal Masqué
Kάποτε πήγα σε έναν χορό
μεταμφιεσμένων.
Ντύθηκα θηλυκος γκάνγκστερ,
έβαλα μαύρο παντελόνι, πουκάμισο με αρκετά κουμπιά ανοιχτά
μια γραβάτα χαλαρή
κι ένα γιλέκο,
κόκκινο κραγιόν.
Έπιασα τα μαλλιά μου κότσο, να φαίνεται το μέτωπό μου,
έβαλα ένα καπέλο,
μαύρες γόβες,
και δερμάτινη καπαρντίνα.
Πήρα ένα ψεύτικο ούζι και εξαφανίστηκα πίσω από την αμφίεση μου,
το δήθεν μου.
Ήπια πολύ
και χόρεψα τυλίγοντας τη γραβάτα μου
γύρω από κάποιον άγνωστο
για να τον τραβήξω κοντά μου.
Μέχρι σήμερα δεν ξέρω αν ήμουν εγώ το βράδυ εκείνο,
το θυμάμαι με κάποια συστολή, κάποια ντροπή
και πάντα λέω πως είναι εύκολο να είσαι κάτι άλλο,
να είμαι μια άλλη,
μια γυναίκα.
Θυμάμαι, εντούτοις,
και την γλυκιά ανακούφιση που ένιωσα
όταν γύρισα σπίτι
και ξεβάφτικα
έβγαλα τις γόβες, το καπέλο, το πουκάμισο,
τα έβγαλα όλα
άφησα κάτω τα μαλλιά μου
και ήμουν πάλι εγώ.
Saturday, July 24, 2010
Ξύπνημα
Θα γράψω συνειρμικά
γιατί το απαιτεί η περίσταση.
Άνοιξα τα μάτια με ανακούφιση
γιατί τα όνειρα μου δεν ήταν πραγματικότητα
γιατί κάποιος άγνωστος φίλος μου
δεν ήταν ο προδότης, ο κακός της ιστορίας.
Ήμουν ξεκούραστη ύστερα από έξι ώρες ύπνο,
τέσσερεις το προηγούμενο βράδυ,
αλλά δεν είναι η ανακούφιση
που με έβαλε να γράψω κάτι μικρό, χωρίς νόημα, χωρίς πολλή σκέψη
ούτε το γλυκό φως που έμπαινε από το παράθυρο
και σχημάτιζε λαμπερά σχήματα στο πάτωμα.
Είναι μια απροσδιόριστη αίσθηση που ήρθε με το ξύπνημα
όμορφη αίσθηση, το δίχως άλλο,
δεν είναι εκείνη η γαλήνη που μας διαπερνά
όταν όλα είναι στη θέση τους, όλα βολεμένα,
μαζί κι εμείς οι ίδιοι.
Αντιθέτως,
μοιάζει με σκοτεινό, δύσβατο και συνάμα
πανέμορφο δάσος
ή με βυθό γεμάτο παράξενα πλάσματα
και ανεξερεύνητα τοπία.
Έτοιμη για μακροβούτια,
με μια άγρια χαρά. Είμαι.
Wednesday, July 21, 2010
Ανάσα
Εισπνοή.
Είναι μέρες που η αρχή μοιάζει με τέλος και το τέλος με αρχή, που το παρελθόν δεν έχει σημασία και οι λέξεις είναι φτωχές. Είναι στιγμές που τα καθημερινά σφάλματα, οι μικρές κατακτήσεις, τα φιλόδοξα "ανήκω", οι μεγάλες προδοσίες και τα ανομολόγητα πάθη αποκτούν άλλο νόημα και μοιάζουν σχεδόν αστεία. Αρκεί μια παρουσία για να εξαφανιστεί ο εγωισμός, να πάψει ο φόβος, να φύγουν μακριά όσα σε κάνουν να είσαι ένα ανθρωπάκι. Κάποτε με ρώτησε κάποιος τι θα έγραφα παρατηρώντας τα σφάλματα, τους αγώνες, τα ιδεάτά και τον αποπροσανατολισμό εκατό γενεών και σκέφτηκα πως το ερώτημα αυτό, μέσα στη φιλοδοξία του να θίξει το θεμελιώδες πρόβλημα της ανθρωπότητας, την επανάληψη, είναι τόσο χαωτικό που είναι αδύνατον να απαντηθεί.
Όμως έρχονται μέρες που οι ψυχές απαλάσσονται από την ασχήμια τους με ένα μονάχα άγγιγμα, που ο εαυτός παύει να τρέφεται από τους εκάστοτε φαύλους κύκλους και η δέσμευση είναι ουσιαστική κι όχι υλική. Έρχονται οι στιγμές της συνειδητοποιήσης που σου ψιθυρίζει ότι ξεπερνώντας το εγώ θρέφεις το είναι.
Το μόνο που μένει είναι ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, που σε μια λυσσαλαία ανάγκη για λήθη κατέληξε στην τουαλέτα, αλλά σώθηκε με περισσή στοργή από κάποιον που δεν είχε ιδέα τι συμβολίζουν. Τώρα αναπαύονται σε ένα μικρό δοχείο γεμάτο οινόπνευμα σαν πεθαμένα όνειρα που συντηρούνται στη φορμόλη. Μέσα στις υπόλοιπες αναμνήσεις που κρύβουν, μουρμουρίζουν κι ένα άλλο σκληρό μήνυμα αγάπης: η μνήμη δεν σβήνει κατ’εντολή. Και οι μέρες, οι στιγμές, χάνονται μέσα σε μια ανάσα, μα σε αλλάζουν για πάντα.
Εκπνοή.
Wednesday, July 14, 2010
Σιωπή
Έχω μέσα μου μια σιωπή
και δεν θέλω τίποτε να πω, δεν θέλω να γράψω
παρά μόνο γι’αυτή
που έρχεται όταν ξυπνάμε από όνειρα άπιαστα
και αντικρίζουμε όλα ‘κείνα τα θαύματα
που δεν έλαβαν χώρα
μα τα ευχόμασταν σαν να ‘ταν η στερνή σωτηρία
από το αναπόφευκτο,
από τη σιωπή.
Είναι αλήθεια ότι χάνουμε δέκα ζωές, μικρές, ασήμαντες
με κάθε χαμό
κι εφτά ψυχές,
μα κανείς δεν ξέρει πόσες έχουμε στην άκρη φυλαγμένες
και πόσο αντέχει αυτή η τελευταία, σαν έρθει η σειρά της
ή πόσο ασήμαντη είναι γι’αυτόν που αποφασίζει.
Και σκεπάζει η σιωπή, τα φαιδρά αποφθέγματα
που ανακαλύπτουμε καθημερινά για να πάμε παρακάτω
λίγο ακόμα, λίγο πιο πέρα,
για να φτάσουμε σε ένα βασίλειο που θα είναι όλα ανεκτά
και οι αυλικοί μας έμπιστοι, επιλεγμένοι, προβλέψιμοι
ταιριαστοί, ψυχή μου, με το αστείο δράμα σου
και θα είναι σχεδόν σαν να μη σου έχει φιλήσει τα χέρια
για να σε αποχαιρετήσει
ο άνθρωπος που νόμιζε
ότι πέθαινε.
Friday, January 29, 2010
Τσιγάρο
Μου χρειαζόταν λίγο ακόμη.
Πάντα όμως χρειαζόμαστε “λίγο ακόμη” απο οτιδήποτε.
Και πάντα χρειαζόμαστε κάτι ακόμη.
Αλλά δεν χρειάζεται να έχουμε πάντα ό,τι επιθυμούμε,
γιατί κάποτε θα χάσει και η επιθυμία το νόημά της
κι εμείς τα βροντερα “θέλω” που διαμορφώνουν τη ζωή μας.
Δεν χρειάζεται να έχουμε όλα όσα ποθούμε
- αν μη τι άλλο είναι απελευθερωτικό.
“Και εγένετο βίος πάσιν αγέλαστος.”