Tuesday, July 15, 2008

One Love

Focal B&W

Τα βιολιά έχουν προσωπικότητα, ψυχή, ιδιοτροπίες και άποψη, ζηλεύουν, θυμώνουν, σαγηνεύουν, αγαπούν και πληγώνονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι. Δεν αρκεί να επιλέξεις ένα βιολί, δεν αρκεί να θέλεις να το υιοθετήσεις, πρέπει να σε επιλέξει κι εκείνο.

Όταν πήρα το πρώτο μου "κανονικό" βιολί -γιατί το προηγούμενο ήταν πιο μικρό, κατασκευασμένο για παιδιά- ήμουν κατενθουσιασμένη κυρίως επειδή μεγάλωσα αρκετά ώστε να έχω ένα "κανονικό" βιολί. Δεν αντιλαμβανόμουν ακόμη ότι ο ήχος έχει γεύση, χρώματα, θερμοκρασία και υφή. Ο ενθουσιασμός κράτησε μερικές μέρες και μετά καταπιάστηκα πάλι με τις παιδικές μου ασχολίες, έβαλα το διάβασμα στο περιθώριο -όπως τα περισσότερα παιδιά- και το βιολί έπαψε να μου φαίνεται τόσο καινούργιο.

Μερικά χρόνια αργότερα, αφού είχα αποφασίσει ότι τελικά η μουσική είναι ο δρόμος που θέλω να ακολουθήσω και καθώς όδευα για το δίπλωμα μου με αρκετό άγχος, πολύ τρακ, αμέτρητες ελλείψεις αλλά και ένα ανεξήγητο πείσμα εναντίον όσων δεν πολυπίστευαν ότι αυτό το δίπλωμα θα έβγαινε στο άμεσο μέλλον, το βιολί που είχα αποκτήσει όταν ήμουν παιδί μου φαινόταν πια παιδικό, παρ' όλο που το μέγεθός του δεν μαρτυρούσε κάτι τέτοιο. Ο ήχος του ήταν θολός, γκρι, μονοδιάστατος, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Οι ψηλές νότες τσίριζαν και δεν μου τραγουδούσε, μόνο γκρίνιαζε και έβαζε εμπόδια στο ήδη δύσκολο έργο που είχα αναλάβει να φέρω εις πέρας.

Μία μέρα, ο δάσκαλός μου, θέλοντας να δει πόσο πραγματικά με εμπόδιζε το βιολί, μου ζήτησε να παίξω ένα κομμάτι με το δικό του. Το πήρα στα χέρια μου σχεδόν τρέμοντας, έριξα μια γρήγορη ματιά στο σκούρο ξύλο του και στα σημάδια που είχαν αφήσει πάνω του ο χρόνος και οι προκάτοχοί του και το βόλεψα πάνω στον ώμο μου. Ξεκίνησα να παίζω διστακτικά αλλά μετά από τις πρώτες νότες πήρα θάρρος. Τον ήξερα καλά αυτό τον ήχο, τον θαύμαζα σε κάθε μου μάθημα, ήταν βελούδινος ζεστός, ώριμος είχε ένα βασιλικό μπορντό χρώμα. Ύστερα από το πείραμα αυτό αποφασίστηκε ότι χρειαζόμουν οπωσδήποτε ένα καινούργιο βιολί για το δίπλωμα μου.

Έτσι απέκτησα το δεύτερο βιολί μου. Ήρθε μια μέρα πριν από τα γενέθλια μου και ήταν νεογέννητο, μόλις ενός μήνα. Επέλεξα ανάμεσα σε αυτό κι άλλο ένα από τον ίδιο κατασκευαστή. Με την πρώτη δοξαριά ήξερα ότι αυτό ήταν το βιολί μου, ένιωσα ότι τα δάχτυλά μου περπατούν σε γνώριμο έδαφος και ότι ο ήχος που ακουγόταν έμοιαζε με όσα δεν έλεγα, έμοιαζε με την έκρηξη που λάμβανε χώρα μέσα μου, ήταν λαμπερός, κρυστάλλινος και γεμάτος. Το βιολί αυτό δεν το βαρέθηκα μέσα σε δέκα μέρες. Έπαιζα για πολλούς μήνες, χρόνια χωρίς να το αμφισβητώ, του μίλησα πολλές φορές, το έμαθα και με έμαθε. Καθώς περνούσε ο καιρός και το ξύλο του ωρίμαζε -και ωριμάζει και θα ωριμάζει- παρατηρούσα τις αλλαγές και σκεφτόμουν συχνά ότι κι αυτό μαθαίνει μαζί μου, πειραματίζεται κι αλλάζει. Το βιολί μου δεν είχε ιστορία πίσω του, η ιστορία του ξεκινούσε μαζί μου και το αγάπησα για την απειρία του, την αφέλειά του, τον λαμπρό του ήχο και την όρεξή του να μάθει. Το αγάπησα γιατί ήταν ακούραστο, ανήσυχο, γεμάτο ενέργεια και δύναμη. Το βιολί μου έκανε τον πόνο γλυκό κι αβάσταχτο, σαν την πρώτη ερωτική απογοήτευση, τη χαρά σαν πυροτέχνημα που εκτοξεύεται και σκάει στον ουρανό για να τη θαυμάσουν όλοι. Ωστόσο τον τελευταίο καιρό δεν επικοινωνούσαμε τόσο καλά. Η αγάπη ήταν (και είναι) εκεί, μα έλειπε κάτι απροσδιόριστο. Και τότε, εντελώς απρόσμενα, ήρθε στα χέρια μου ένα τρίτο βιολί, θα μπορούσε κανείς να το πει κληρονομιά από τη θεία μου.

Στην αρχή το πλησίασα πολύ διστακτικά, έτοιμη να το απορρίψω, μα καθώς άρχισε να μου τραγουδάει με τη βαθιά, ώριμη σταθερή φωνή του, άλλαξα γνώμη. Καθώς περνούσαν οι μέρες οι δισταγμοί έκαναν στην άκρη αλλά ήθελα να ακούσω και τη γνώμη των δασκάλων μου, η οποία τελικά συνέπιπτε με τη δική μου. Πράγματι, το βιολί είναι πολύ παλιό, όμορφο με ήχο μεστό, ώριμο, με γεύση κόκκινου κρασιού. Έχει μεγάλη ιστορία και είμαι ήδη σίγουρη ότι θα μου γνωρίσει έναν καινούργιο κόσμο μέσα από την πείρα του. Ακόμα δεν έχουμε γνωριστεί καλά, αλλά τα πρώτα ίχνη αγάπης έχουν αρχίσει και παρουσιάζονται.

Τα βιολιά όμως είναι σαν τους ανθρώπους και οι σχέσεις μας μαζί τους είναι σαν τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ενθουσιασμός και η αστείρευτη χαρά δίνουν τη θέση τους στον δισταγμό απέναντι σε κάτι προφανώς καλύτερο, ωριμότερο που ανταποκρίνεται καλύτερα στις παρούσες ανάγκες. Και καθώς η αποδοχή γίνεται πιο αργά και πιο σταθερά, η αγάπη, αν και νεογέννητη, είναι πιο κατασταλαγμένη, αλλά ξέρεις ότι ποτέ πια δεν θα βιώσεις κάτι παρόμοιο με την πρώτη σου αληθινή αγάπη.

Saturday, July 12, 2008

Σταχτοπούτα

Εκείνο το πρωί η Σταχτοπούτα ξύπνησε με πονοκέφαλο. Σηκώθηκε από το κρεβάτι αναστενάζοντας, άναψε ένα τσιγάρο και πήγε κατ' ευθείαν στην κουζίνα να βάλει καφέ. Προς στιγμήν σκέφτηκε να φάει πρωινό αλλά απέρριψε την ιδέα όταν της θύμισε η φωνή της συνείδησής της ότι πρέπει να χάσει τουλάχιστον δύο κιλά.

Καθώς έπινε τον καφέ της, προσπάθησε να βάλει ένα πρόγραμμα στις δουλειές τις ημέρας: ψώνια από το σούπερ μάρκετ, σκούπισμα, σφουγγάρισμα, ξεσκόνισμα και τουλάχιστον δύο πλυντήρια ρούχα και μπόλικο σιδέρωμα. Έπρεπε κάποια στιγμή να γυαλίσει και τα ασημικά. Ήταν μια μέρα όπως όλες οι άλλες, γεμάτη δουλειές και ασταμάτητη μουρμούρα και βρισίδι εναντίον της μητριάς και των αδελφών της.

Η καθημερινή ρουτίνα ξεκίνησε και ενώ η Σταχτοπούτα τραβολογούσε την ηλεκτρική σκούπα δεξιά κι αριστερά έβαλε μπρος και τον καθημερινό της μονόλογο: "Γαμώ το κέρατο μου κάθε πρωί τα ίδια και τα ίδια, δεν μπορώ άλλο, κάθομαι και τρώω εδώ μέσα τα καλύτερα μου χρόνια. Και τέλος πάντων δεν μπορούν επιτέλους να μην κάνουν ψίχουλα; Υπάρχουν και πιάτα γαμώ το φελέκι μου γαμώ, α να η βλαμμένη πάλι άφησε τα παπούτσια της στο σαλόνι. Αλλά βέβαια, εγώ μόνο για να τους κάνω τη δούλα είμαι καλή, εγώ δεν άξιζα σπουδές και εξωτερικά γιατί ήμουν το μούλικο το πατέρα μου. Άι σιχτίρ πια, βαρέθηκα, αλλά δεν θα τα καταφέρω να φύγω από 'δω μέσα μια μέρα ρε πούστη; Θα δούνε τότε. Δεν θα γυρίσω ούτε για να τις φτύσω. Άι στο διάολο. Θα βρω ένα τρόπο να πάω στο χορό την άλλη βδομάδα και θα ρίξω κάποιον γιο εφοπλιστή. Βέβαια πρέπει να χάσω κι εκείνα τα κιλά.."

Πράγματι, οι ετεροθαλείς αδελφές της είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό και παρ' όλη την απόφαση τους να γυρίσουν πίσω, το μέλλον τους προδιαγραφόταν λαμπρό, η σταδιοδρομία τους δε, ακόμη λαμπρότερη. Επρόκειτο για δυο όμορφες, καλλιεργημένες κοπέλες που δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ καλύπτοντας με αυτό τον τρόπο τις ανάγκες τους καθώς και τις ανάγκες της Σταχτοπούτας και της μητέρας τους αλλά εξασφαλίζοντας και αρκετές πολυτέλειες για τις ίδιες.

Η μικρή λεπτομέρεια που έχει χαθεί στην ιστορία της Σταχτοπούτας (αν και όχι η μόνη), είναι ότι υπήρξε κάποια στιγμή και γι'αυτην η ευκαιρία να σπουδάσει και να φτιάξει τη ζωή της. Η αλήθεια που πολλοί έχουν διαλέξει να μη μαρτυρήσουν είναι ότι η νεαρή κοπέλα υπήρξε ιδιαίτερα κακομαθημένη πριν πεθάνει ο πατέρας της. Ήταν η αδυναμία του και όταν ξαναπαντρεύτικε αφού τον παράτησε η γυναίκα του, φοβούμενος ότι η μικρή θα έπαιρνε το γάμο αυτό με κακό μάτι, της έκανε όλα τα χατίρια. Από μικρή είχε αμέτρητα παιχνίδια και ρούχα, είχε περάσει από τα καλύτερα ιδιωτικά σχολεία και ο πατέρας της δεν την είχε μαλώσει ποτέ. Η μητριά της, παρ' όλο που καταλάβαινε πόσο κακό μπορούσαν να κάνουν όλα αυτά στη μικρή Σταχτοπούτα μελλοντικά, καθώς επίσης και πόσο άδικες φαίνονταν στις δικές της κόρες οι εν λόγω πολυτέλειες, ένιωθε ανήμπορη να επαναφέρει τις ισορροπίες καθώς φοβόταν ότι αν το επιχειρούσε θα έχανε τον ολοκαίνουργιο και ατσαλάκωτο σύζυγό της και κατ'επέκτασην τα οικονομικά οφέλη που της πρόσφερε αυτός. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο είχε υπομείνει και τις περιπετειούλες του άντρα της με τις πιτσιρίκες που έβρισκε στη δουλειά του, γιατί μπορεί ο κύριος να κακομάθαινε την κόρη του ποικιλοτρόπως αλλά δεν εξασφάλιζε και λίγα για τις κόρες της και την ίδια.

Όταν, λοιπόν, πέθανε ο κύριος η μητριά αφ'ενός για να αποκαταστήσει την τάξη, αφ'ετέρου για να βγάλει και λίγο απωθημένο ύστερα από τόσο κέρατο που είχε φάει, είπε στην Σταχτοπούτα ξεκάθαρα ότι δεν γινόταν πλέον να τρώει την περιουσία του αποθανόντος και ότι έπρεπε να αποφασίσει τι δρόμο θα ακολουθήσει στη ζωή της. Η νεαρή που μέχρι τότε δεν είχε μάθει να αναλαμβάνει κανενός είδους ευθύνη, φυσικά πείσμωσε πιστεύοντας ότι ο πατέρας της, της είχε αφήσει κάποια περιουσία. Μεγάλο λάθος! Ήταν το μόνο ίσως πράγμα που έκανε σωστά ο μακαρίτης - ο οποίος αφελώς πίστευε ότι η κόρη του θα αναλάμβανε κάποια στιγμή τις ευθύνες της και θα έπαιρνε τη ζωή της στα χέρια της. Η μητριά μην μπορώντας να πείσει τη Σταχτοπούτα αποφάσισε να την σκληραγωγήσει λίγο, βάζοντας την να κάνει τις δουλειές του σπιτιού - πράγμα που ως τότε έκανε εξ' ολοκλήρου η ίδια. Συγκεκριμένα της είπε: "Αφού αρνείσαι να δουλέψεις και να σπουδάσεις θα αναλάβεις τις δουλείες του σπιτιού που σε ταΐζει και σε κοιμίζει." Η Σταχτοπούτα μέσα στο πείσμα της δέχτηκε, κατεβάζοντας το κεφάλι απέναντι στην αδικία που τελικά δεν ήταν και τόσο άδικη και διαλέγοντας, υποσυνείδητα, το βόλεμα και την γκρίνια. Το χειρότερο είναι ότι την ίδια στιγμή που πέταξε το μέλλον της στα σκουπίδια, γεννήθηκε μέσα της και η πεποίθηση ότι θα ερχόταν ένας πρίγκιπας που θα την έσωνε από τη μίζερη αυτή ζωή, όπως στα παραμύθια που της διάβαζε ο πατέρας της όταν ήταν μικρή.

Περνούσαν τα χρόνια, λοιπόν, και η Σταχτοπούτα καταριόταν καθημερινά τη μητριά και τις αδελφές της, τον πατέρα της που δεν της άφησε περιουσία και τη χλωρίνη που της είχε κάνει τα χέρια σαν γυαλόχαρτα, ενώ τα βράδια κοιταζόταν στον καθρέφτη, εξέταζε προσεκτικά τα κατά φαντασίαν ψωμάκια της και ανακάλυπτε νέους -και λίαν ανθυγιεινούς- τρόπους να χάσει κιλά: "Αύριο δεν θα φάω τίποτε, μεθαύριο θα πιπιλίσω ένα παγάκι πορτοκαλάδας, παραμεθαύριο μπορεί να φάω δύο κουταλιές παγωτό, μην ξενηστικωθώ κιόλας."

Την ημέρα που θα γινόταν ο χορός, η Σταχτοπούτα δέχτηκε μια απρόσμενη επίσκεψη. Ύστερα από αρκετά χρόνια απουσίας` έκανε την εμφάνισή της η νονά, στην οποία η κοπέλα είχε ιδιαίτερη αδυναμία γιατί όταν ήταν μικρή την κακομάθαινε όπως και ο πατέρας της. Δυστυχώς όμως και αυτή η σανίδα σωτηρίας είχε χαθεί όταν η νονά μετακόμισε στην Καλιφόρνια ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε -παρά την προχωρημένη ηλικία της και ύστερα από αρκετές πλαστικές- να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ. Όταν την αντίκρισε στην πόρτα, η Σταχτοπούτα έβαλε τα κλάματα από τη χαρά της. Η νονά αφού την αγκάλιασε και την φίλησε, της έριξε μια ματιά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και της δήλωσε ότι πρέπει να αρχίσει να βάζει αντιγηραντική κρέμα, έστω προληπτικά. Φυσικά δεν πήγε με άδεια χέρια μετά από τόσα χρόνια. Της είχε πάρει μία πανέμορφη σατέν τουαλέτα, διάφορα ακριβά κοσμήματα και δύο-τρία ζευγάρια παπούτσια. Οι επιλογές φυσικά δεν ήταν τυχαίες, η νονά γνώριζε για των χορό των εφοπλιστών που θα γινόταν καθώς επίσης και την κακή τύχη της Σταχτοπούτας.

Το ίδιο βράδυ η εκθαμβωτική πλην κοκκαλιάρα Σταχτοπούτα ξεκίνησε για το χορό. Αντίθετα με τα όσα υποστηρίζει ο μύθος, δεν ήταν πολύ δύσκολο να πείσει τη μητριά της να πάει γιατί είχε κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και δεν της ζήτησε λεφτά. Οι αδελφές τις δεν θα παρευρίσκονταν στο "event" γιατί καθόλου δεν γούσταραν τους μεγαλοπιασμένους νεαρούς, άσε που είχαν κανονίσει εκδρομή στο Ναύπλιο με την παρέα τους.

Μόλις μπήκε στην αίθουσα -αφού παρουσίασε την πρόσκληση που είχε κλέψει από τις αδελφές της- χαμογέλασε γεμάτη αυτοπεποίθηση. Ήταν ακριβώς όπως το είχε φανταστεί: όλα άστραφταν από την πολυτέλεια, η γκλαμουριά στο μεγαλείο της. Οι φωτογράφοι κυνηγούσαν τους διάσημους δεξιά κι αριστερά, τα γκαρσόνια περιφέρονταν με δίσκους γεμάτους ποτήρια με σαμπάνια, μερικά ζευγάρια χόρευαν στους ρυθμούς του βαλς που ακουγόταν. Έκατσε σε μια γωνιά, έστησε όμορφα την πλάτη της, κατέβασε λίγο το ντεκολτέ και άρχισε να περιεργάζεται τους νεαρούς. Ήταν έτοιμη να βρει τον πρίγκιπά της.

Το επόμενο πρωί η Σταχτοπούτα άνοιξε τα μάτια και ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό της καθώς θυμήθηκε τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Γύρισε στο πλάι και κοίταξε τον Φίλιππο. "Τι όμορφος που είναι" σκέφτηκε. "Τόσο ευγενικός, ρομαντικός..." Θυμήθηκε πόσο πολύ την σεβάστηκε, ήταν έτοιμος να φύγει όταν του είπε να ανέβει για "καφέ" και της φάνηκε ότι κοκκίνισε! Ύστερα θυμήθηκε πόσο διακριτικός ήταν μέχρι να αντιληφθεί τις διαθέσεις της, πόσο επιδέξια την είχε γδύσει, πόσο τρυφερά τον είχε πάρει ο ύπνος αμέσως μετά το σεξ, πόσο γλυκό ήταν το ροχαλητό του όλη τη νύχτα... "Σίγουρα έχει πολλά λεφτά, αν κρίνω από το ρολόι και το αυτοκίνητό του." Σηκώθηκε και πήγε να ετοιμάσει πρωινό, αφού πρώτα έκανε μια στάση στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια της, να χτενιστεί και να βάλει λίγο κονσίλερ για να καλύψει τους μαύρους κύκλους. Όταν επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα με τον δίσκο στα χέρια βρήκε τον Φίλιππο να ψάχνει το παντελόνι του. Την κοίταξε και της χαμογέλασε αμήχανα.

"Καλημέρα" είπε κοφτά "μήπως έχεις δει το παντελόνι μου; Έχω αργήσει."

"Όχι" ψέλλισε η Σταχτοπούτα. "Δεν θα φας πρωινό;"

"Σόρρυ, έχω αργήσει." Είπε βάζοντας τις κάλτσες του.

Η Σταχτοπούτα ένιωσε έναν κόμπο να ανεβαίνει στο λαιμό της καθώς τον συνόδευε μέχρι την πόρτα.

"Εεεε.. θα μου δώσεις το τηλέφωνο σου;" τον ρώτησε.

"Δώσε μου το δικό σου και θα σου κάνω αναπάντητη" της είπε αυτός.

Έτρεξε γρήγορα να γράψει το τηλέφωνό της σε ένα χαρτί. Καθώς του το έδινε του χαμογέλασε γλυκά περιμένοντας ένα σημάδι, να την χαϊδέψει στοργικά, να τη φιλήσει, να την αγκαλιάσει...

"Ωραία" χαμογέλασε βιαστικά εκείνος. "Πώς σε λένε είπαμε;"

"Σταχτοπούτα"

"Χάρηκα. Θα τα πούμε" είπε κι έκλεισε πίσω του την πόρτα.

Κάθισε στον καναπέ κι άναψε τσιγάρο προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της. Θυμήθηκε πόσο όμορφα είχε περάσει το περασμένο βράδυ, πώς την είχε σώσε από εκείνο τον πλούσιο εξηντάρη "να δεις πώς τον έλεγαν.. Παπαδόπουλο!" πάνω που τη φλέρταρε και του έδινε το τηλέφωνό της -στο κάτω κάτω κακό δεν κάνουν οι διασυνδέσεις. ΄Θυμήθηκε τα όμορφα μάτια του, τον ατελείωτο χορό τους... Την διέκοψε το κουδούνι. "Λουλούδια!" Προς στιγμήν το πρόσωπό της φωτίστηκε. "Μου έστειλε λουλούδια!" σκέφτηκε καθώς έψαχνε την κάρτα στην τεράστια ανθοδέσμη.

"Σας περιμένω να δειπνήσουμε αύριο το βράδυ στο τάδε μέρος στις εννιά... Γ. Παπαδόπουλος"

Η Σταχτοπούτα χλόμιασε Πέταξε τα λουλούδια στον κάδο και κοίταξε για λίγο έξω από το παράθυρο. Πήρε μια φέτα ψωμί, έβαλε ένα πόντο βούτυρο και δύο πόντους μαρμελάδα και την έφαγε αλλά δεν χόρτασε. Έβγαλε το παγωτό, έβαλε από πάνω μαρμελάδα και άρχισε να τρώει, πρόσθεσε λίγα μπισκότα αλλά ούτε αυτό ήταν αρκετό. Παρήγγειλε τέσσερα σουβλάκια και μέχρι να έρθουν έφαγε 5 κομμάτια από τη χθεσινή σπανακόπιτα και κάμποσες κουταλιές γλυκό κυδώνι.

"Μα γιατί αργούν τα σουβλάκια γαμώτο;" Ντριιιιν "Άντε ήρθαν επιτέλους"

"15 ευρώ"

"Που είναι οι πατάτες; Σας είπα να φέρετε και δύο πατάτες γαμώ το κέρατο μου γαμώ, μια κωλοδουλειά έχετε και δεν μπορείτε να την κάνετε σωστά Άι σιχτίρ!"

Έφαγε με μανία και αφού κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και έτρεξε να κάνει εμετό, σωριάστηκε στο κρεβάτι της, πήρε ένα από τα παραμύθια με τους πρίγκιπες που της διάβαζε ο πατέρας της όταν ήταν μικρή και κοίταξε το εξώφυλλο κλαίγοντας με λυγμούς. Σήκωσε το τηλέφωνο.

"Ναι κύριε Παπαδόπουλε, θα δειπνίσω μαζί σας αύριο."

Wednesday, July 9, 2008

Sic Transit Gloria Mundi

Καθώς ανοίγεις τα μάτια το πρωί και ονειρεύεσαι το μέλλον, απωθείς το παρελθόν, το βολεύεις σε σκονισμένα συρτάρια και φυμώνεις με μαεστρία μεγάλη αυτούς που σου το θυμίζουν.

Καθώς προσπερνάς αυτούς που υποτίθεται πως δεν θα ξεχάσεις, δεν θα χάσεις ποτέ, τους δεδομένους της προσφοράς που πάλεψαν ακόμη και να σου σταθούν, ανοίγεται μπροστά σου ένας λαμπρός καινούργιος κόσμος.

Αέρα στα πανιά σου, αλλά μην προσποιείσαι οτι τα μοναδικά σου νέα είναι οι δουλειές της καθημερινότητας - κάποτε είχαμε περισσότερα να πούμε.

Θα φύγω κι εγώ και θα μείνουν μονάχα τα αμήχανα χαμόγελα, εκείνα που δημιουργήθηκαν στη μεγάλη πίεση των καιρών, στην ανάγκη να κοιτάξουμε μόνο τους εαυτούς μας.

Καθώς κλείνεις τις πόρτες και τα φώτα και ρίχνεις μια τελευταία ματιά στο άδειο σπίτι, να θυμάσαι ότι το μονοπάτι που έχει καιρό να πατηθεί, γεμίζει αγριόχορτα και χάνεται, να θυμάσαι σε ποιούς μίλησες τρόπω τινά και ποιούς δεν τόλμησες ποτέ να χαστουκίσεις.

Καθώς αναλογίζεσαι τα βιώματα και τις διαδικασίες, να θυμάσαι ότι κάπως έτσι περνά η δόξα του κόσμου.