Saturday, August 7, 2010

A Drink

I’ll drink tonight for one last time,

to the shameless mistakes

and the whores and their price

to the violins and the trumpets

that bear no longer sounds

and the timelessness ruling

words of pain and of loss

and to all those goodbyes

that were proper and just

and yet felt more like a silence

imposed by a ruthless companion

that we need call our fate

but is, in truth, just ourself

who keeps splitting our souls

into halves and in pieces

and proceeds to hide them

beneath masks that seem fearless

and complete, brave and whole

or wise, pure and the like,

but upon fixed stares they reveal

cracks and flaws, stories untold

of dreams lost, dreams acquired

and dreams forced to forget

in tomorrows that approach

sooner than we ever expected

and a past that glows brilliantly

behind us, shunning the future

and immerses every effort

in a lake called despair

until a new, yet doomed, cycle

turns our heads to directions

previously seen, but dismissed

and for a moment, perhaps longer

we may hope for a change

of existence and of mind

but above all we may hope

to forget how much

we miss it all.

Friday, August 6, 2010

Σιωπή II

Photobucket

*credits to A. Schnittke's grave

No Stars



Citizens in their homes
Missiles in their holes
And citizens in their homes
And missiles in their holes...

This highway needs rain
Across both of its lanes
Until all that remains
Is this heart and its flames
And the rumble of trains
'Neath of a handful of stars


The brightest night I ever saw
Across an empty parking lot
No stars...

Thursday, August 5, 2010

Τιμής Ένεκεν

Το γραφείο είναι επιτέλους καθαρό, το πάτωμα γυαλίζει, όλα τα ρούχα είναι στη θέση τους -ορισμένα στο καλάθι με τα άπλυτα και τα υπόλοιπα διπλωμένα προσεκτικά, βολεμένα στην ντουλάπα. Το ποτήρι είναι γεμάτο με πάγο και αλκοόλ, μελαγχολική μουσική, όλα είναι όπως πρέπει για να θυμηθούμε ένα παραμύθι, να το τιμήσουμε αλλά να μην το κυνηγήσουμε ποτέ πια.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δυο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Συναντήθηκαν σε μια παιδική χαρά γεμάτη ενήλικες που προσπαθούσαν να είναι παιδιά ή γεμάτη παιδιά που προσπαθούσαν να είναι ενήλικες - ίσως και τα παιδιά της ιστορίας μας να ανήκαν σε μία απο τις δύο κατηγορίες, μαζί με όλους τους υπόλοιπους.

        Το κορίτσι ήθελε να μάθει να είναι ενήλικας, ήθελε να φέρεται σαν όλους αυτούς που δέχονται τα πράγματα όπως έρχονται, χωρίς να χτυπάει πεισματικά το πόδι στο πάτωμα όταν δεν γινόταν το δικό της. Ήθελε επίσης να μάθει να έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό της όταν περπατάει μόνη της, να μάθει να φροντίζει τον εαυτό της και να μην χρειάζεται να της σερβίρει κανείς φαγητό, να μην είναι αναγκαίο να την κοιτάει κάποιος με έναν τρόπο που να της λέει “σε νοιάζομαι, σε προσέχω, αν πέσεις θα σε πιάσω κι αν πληγωθείς θα περιποιηθώ τις πληγές σου”. Ήθελε και να σταματήσει να πιστεύει σε παραμύθια, στη μαγεία, στους ιππότες, σε όσα είχε αρχίσει να βλέπει ότι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα. Δεν έπρεπε πια να ζωγραφίζει, να ακούσει μουσική ή να γράφει όπως γράφουν τα παιδιά, με κάποια αφέλεια και εναν αστείο ρομαντισμό. Έπρεπε να μάθει να ζει σε έναν κόσμο που δεν της άρεσε.

Το αγόρι ήθελε να παραμείνει παιδί, δεν ήθελε να μάθει να φέρεται σαν όλους αυτούς που δέχονται τα πράγματα όπως έρχονται, ήθελε να χτυπάει πεισματικά το πόδι του στο πάτωμα όταν δεν γινόταν το δικό του. Ήθελε επίσης να γελάει όπως γελούν τα παιδιά, για τους ίδιους λόγους, με τα ίδια αστεία που σε όλους τους άλλους φαίνονται ντεμοντέ και βλέποντας μπροστά του έναν δρόμο ατελείωτης ωρίμανσης και εκλογίκευσης, σκεφτόταν ότι ίσως θα ήταν καλύτερα να παρεκκλίνει από αυτόν για λίγο ή λίγο παραπάνω, ακόμη και να μην τον ακολουθήσει μέχρι τέλους.

        Τα δυο παιδιά κάποτε συναντήθηκαν σε αυτή την τεράστια παιδική χαρά. Λίγο πριν τη συνάντηση αυτή είχαν δει και τα δυο ταυτόχρονα περίεργα όνειρα, τα οποία με κάποιον τρόπο προοικονομούσαν το μικρό αυτό παραμύθι πριν καν ξεκινήσει, έδιναν δε και μια μικρή ιδέα για το τέλος του. Το κορίτσι είχε δει έναν κόσμο γεμάτο μάσκες και πολύχρωμα, παραμυθένια σπίτια που δεν είχαν πόρτες και έναν μυστηριώδη ξένο που την εκβίαζε για να της πει τι σημαίνουν όλα αυτά που έβλεπε γύρω της, ενώ το αγόρι είχε δει ανθρώπους να μη γελούν με τα αστεία του με μοναδική εξαίρεση ένα άγνωστο κορίτσι. Τη στιγμή της συνάντησης όλα έμοιαζαν τυχαία, στην πραγματικότητα όμως και οι δύο είχαν κοιτάξει ολόγυρά τους και αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον, κατάλαβαν ότι γελούσαν και έκλαιγαν με τον ίδιο τρόπο. Στην πραγματικότητα δεν πήγαιναν να συναντήσουν ο ένας τον άλλο, αλλά γύριζαν σε κάτι οικείο, σε μια παιδικότητα που ήθελαν ή έπρεπε να αποτινάξουν.

        Το κορίτσι θυμήθηκε ότι ζωγράφιζε, ότι έγραφε, ότι μπορούσε και να τραγουδάει και έσπευσε να δείξει όλες τις δημιουργίες του στο αγόρι που δεν ήθελε να μεγαλώσει και το αγόρι με τη σειρά του βρήκε μια όμορφη γωνιά να απολαύσει όλα όσα ήξερε ότι πρέπει να αφήσει πίσω του. Ύστερα έβγαλε κι αυτός τις δικές του μουσικές, τις ζωγραφιές του, τα παιδικά του λόγια για να τα μοιραστεί μαζί της και έτσι δημιούργησαν μεταξύ τους έναν κόσμο φανταστικό, αποτελούμενο από γραπτά και εικόνες και χρώματα μα κυρίως μουσική, πάντα η μουσική θα ήταν το ζητούμενο. Πρόκειται για την μουσική που έχουν μέσα τους όλοι οι άνθρωποι και την ξεχνούν ή επιμένουν να παραμένουν σε μια βαρετή ησυχία για να μην θυμούνται όλα όσα θα μπορούσαν να είναι. Ύστερα μίλησαν για την φαντασία τους, για τις απορίες τους και για τους εαυτούς τους, γι’αυτο που ήθελε να γίνει ο καθένας και για τον κόσμο γύρω τους που έμοιαζε ξένος καθώς απαρτιζόταν από ενήλικες και έκλαψαν και γέλασαν. Το αγόρι άρχισε να τραγουδά και προσπαθούσε να πείσει το κορίτσι να τραγουδήσει μαζί του ενώ το κορίτσι έκανε δώρο στο αγόρι μερικές κάρτες και τότε ο μικρός έφτιαξε όμορφες ιστορίες που μιλούσαν για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Της διηγήθηκε την ιστορία ενός ερημίτη που περιμένει να ανεβάσει έναν νεαρό στο μονοπάτι του και μιας γυναίκας με την οποία στο παρελθόν ήταν εραστές και ενός τροβαδούρου με χαλασμένη σάλπιγγα και παράξενο καπέλο που τραγουδάει την ιστορία αυτή. Της είπε και για έναν μικρό γελωτοποιό που είχε μια μάνα δίκαιη, δυνατή και τυφλή και έγραφε στον ουρανό αλήθειες κρυμμένες σε αστεία με μοναδικούς μάρτυρες δυο ρομπότ που είχαν ψυχή και για το θλιβερό τέλος του γελωτοποιού που αποφάσισε να κάνει ένα κόλπο αλλά έμπλεξε στα σκοινιά με τα οποία κρεμιόταν ανάποδα για να διασκεδάσει το κοινό του. Τέλικά της είπε και την ιστορία δυο εραστών που ήταν ημίθεοι και τους κυνηγούσε ένας αυτοκράτορας με το σκήπτρο του και τις μεγάλες του λέξεις, οι εραστές όμως κατάφεραν να του ξεφύγουν και να μεταμορφωθούν σε δυο πλανήτες που βρίσκονται σε τροχιά ο ένας γύρω από τον άλλο, με τον ήλιο να τους φωτίζει αλλά να μην ανήκουν σε αυτόν. Πίσω απ’όλες αυτές τις ιστορίες βρισκόταν, είπε, μια θεά που καθόταν γυμνή μέσα σε μια λίμνη, κρατούσε δυο κανάτια νερό και καθώς τα γέμιζε και τα άδειαζε δημιουργούσε αυτές τις ιστορίες. Από αυτήν ξεκινούσαν όλα και σε αυτήν τελείωναν.

        Αυτοί οι δυο έπαιζαν κάθε μέρα για δυο βδομάδες και το παιχνίδι τους ήταν όμορφο. Υπήρχαν στιγμές που το αγόρι θυμόταν ότι όδευε προς την ενηλικίωση και το κορίτσι άθελα του, του θύμιζε ότι ήθελε να είναι παιδί, υπήρχαν άλλες στιγμές που το κορίτσι θυμόταν πως ήθελε να μεγαλώσει και το αγόρι της υπενθύμιζε πως είναι, παρ’όλα αυτά, ακόμη παιδί. Κάποτε όμως, παρασύρθηκαν και οι δύο από την ιδέα της ενηλικίωσης, θέλησαν να κάνουν πράγματα που κάνουν οι μεγάλοι. Έπαιξαν λίγο μεταξύ τους με την ιδέα να πιουν αλκοολούχα ποτά μαζί, να κάνουν έρωτα όπως είχαν μάθει ότι γίνεται, να συζητήσουν με τον τρόπο που συζητούν οι γύρω τους και να αγγίξουν ο ένας τον άλλο με έναν τρόπο που θα ομολογούσε κάτι παραπάνω. Τότε το αγόρι κατάλαβε ότι όσο και να προσπαθούσε να καθυστερήσει την ενηλικίωση κάποτε θα ερχόταν και το κορίτσι αντίστοιχα θυμήθηκε και πάλι ότι πρέπει να μεγαλώσει για να μην μείνει μόνο του στην παιδική χαρά. Ο νεαρός χάρισε στη μικρή ένα ποίημα που είχε ονομάσει “Ξανά” και η μικρή διάβασε:

Υπάρχει ανάγκη για το “ξανά”

και είναι σε αντίθεση με τους νόμους

που υπακούμε κι ασπαζόμαστε

γι’αυτό ήρθα

-για το “ξανά”

γι’αυτό μιλάμε

-για το “ξανά”

γι’αυτό δεν ήρθα όμως

-για το “ξανά”

γι’αυτό μέχρι σήμερα

και ποτέ ξανά

-για το “ξανά”

αυτά τα πράγματα

είτε τα καταλαβαίνουμε

και τα κρατάμε για εμάς

είτε τα θρυμματίζουμε.

        Το παραμύθι λέει ότι τα παιδιά δεν ξανασυναντήθηκαν έκτοτε. Ο νεαρός μεγάλωσε αλλά κράτησε σε μια μυστική γωνιά του μυαλού του την ιστορία αυτή μαζί με τις μουσικές που του έμαθε το κορίτσι και η μικρή, τιμής ένεκεν, αποφάσισε πως θα μεγάλωνε χωρίς να ξεχασει τις τέχνες που αγαπούσε όταν ήταν παιδί. ‘Ετσι, όποτε ο κόσμος των ενηλίκων γινόταν δυσάρεστος, υπερβόλικός και γεμάτος προσποίηση και μοναξιά κατέφευγαν στις τέχνες και για λίγες στιγμές ξαναγίνονταν παιδιά. Και ήταν το δώρο που έκαναν ο ένας στον άλλο, χωρίς να το ξέρουν, το πιο ανιδιοτελές και το πιο όμορφο.